Σιγησάτω πᾶσα σάρξ βροτεία , καί στήτῳ μετά φόβου καί τρόμου , καί μηδέν γήϊνον λογιζέσθω .....
Διαπλεύσαντες τό μέγα πέλαγος τῆς νηστείας, καί φθάσαντες εἰς ἐπίνειον τῆς Μεγάλης καί Ἁγίας Ἑβδομάδος, προσωρμίσθημεν εἰς τόν γαλήνιον λιμένα τῶν ἱερῶν ἀκολουθιῶν τῶν Ἀχράντων Παθῶν τοῦ Κυρίου , ἄς ἀφήσωμεν τό Ἅγιον Πνεύμα μέ τήν πυξίδα τῆς γραφῆς τῶν ἀνωνύμων καί ἐπωνύμων ὑμνογράφων μας, να ἀγνεύσωμεν τήν γαλήνην καί εἰρήνην , καί γαλήνην , καί θέαν τῆς θείας χάριτος τῆς ἐκπεμπομένης ἐκ τοῦ σωτηρίου Πάθους, καί ἀναλόγως ἕκαστος τό τάλαντον καί χάρισμα καί χάριν πολλυπλασιάσωμεν , νά ἀπολαύσωμεν τοῦ συμποσίου τῆς πίστεως , τῆς προγεύσεως τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ , ἡ ὁποία ἄρχεται ἔσωθεν ἑκάστου ἡμῶν , καί μέ ταπείνωσιν ἄς ἐγκύψωμεν εἰς τάς οὐρανίας ἐλλάμψεις τῶν θείων ὕμνων , μηδέν ἡμέτερον προτάσσοντες, ἀλλα ἀνοίγοντες τά μάτια τῶν ψυχῶν καί καρδιῶν νά λάμψει ἐφ ἡμᾶς τό τῆς θείας θεογνωσίας ἀκήρατον φῶς καί θεασάμεθα τήν δόξαν τοῦ μονογενοῦς, δόξαν παρά Θεοῦ.
Ἄς ρίψωμεν τά πάθη , διά να ρίψη καί ὁ Κύριος , τήν θείαν μεγαλειοτητα ὁλίγον , νά εἴδωμεν τήν λαμπρότητα ὁλίγον καί να νοιώσουμε τό. : Τόν Νυμφῶνα σου βλέπω, Σωτήρ μου κεκοσμημένον καί ἀνεωγμένον ...
νά αἰσθανθῶμεν τήν γυμνότητα τῶν ψυχῶν μας, καί τήν ἀπουσίαν τοῦ θείου ἐνδύματος , δια να κράξωμεν ..λάμπρυνον μου τήν στολήν τῆς ψυχῆς, φωτοδότα καί σῶσον με ...
Ἄς ἑτοιμασθῶμεν προσδένοντες τήν ζώνην ἀσφαλείας τήν ταπείνωσιν καί δίψαν καί μέ ὁδηγόν τούς ὑμνογράψους μας, τά πυξία τοῦ Πνεύματος, ἔχοντες τό..πνευματικό τζί μπί ἐς...ἄς ἀφεθῶμεν ἀλλά ἐγρηγοροῦντες εἰς τήν πορείαν συμπόρευσην μετά τοῦ Ἰησοῦ καί τῆς ΠΑΝΑΓΙΑΣ, μέ τήν μεγάλη κραυγήν σιωπηρῶς ἀλλά διαπεραστικῶς ...
Ὁ πνευματικός μας ξεναγός, μᾶς ἀναφέρει 9 σταθμούς ἐπιβιβάσεως ἀποβιβάσεως , ἀναβάσεως , ἴνα κορεσθῶμεν ἀκορέστως τήν θείαν χάριν καί εὐλογίαν καί μεγαλειότητα...
......................
Χαίροις τό Παλάτιον τοῦ πάντων Βασιλέως , δι'ἧς τά βασίλεια οὐρανῶν ἠνεώχθῃ τοῖς ἐπί γῆς ΘΕΟΤΟΚΕ ΠΑΡΘΕΝΕ , καί ἡ μετά Ἀγγέλων συγκατοίκησις .
Τίς μή θαυμάσει , βλέπων ἐν Σοί τόν Πλαστουργόν ΠΑΡΘΕΝΕ , ἀναπλάσαντα Ἀδάμ , τόν πεπτωκότα , καί ἀφράστῳ ἑνώσει , ἐκ Σοῦ σαρκί τεχθέντα , εἰς σωτηρίαν ἡμῶν ;
Χαῖρε ὄρος τοῦ Θεοῦ , χαῖρε ἀείφωτε λαμπάς , χαῖρε , νέε οὐρανέ , χαῖρε νοῦς ἀστράπτων · χαῖρε Ναέ Κυρίου , χαῖρε ΠΑΝΥΜΝΗΤΕ .
Τά πάθη νεκρώσαντες δι'ἐγκρατείας τό πνεῦμα ζωώσωμεν δι'ἐνθέων πράξεων ὅπως ὀψώμεθα , τό Πάθος Χριστοῦ , τό σεπτόν καθαρωτάτῳ νοΐ .
Δεῦτε ἑτοιμάσωμεν τῷ Κυρίῳ τά πρός ὑπαντήν , βαΐα ἀρετῶν φέροντες αὐτῷ · οὕτῳ γάρ δεξόμεθα , ὡς εἰς πόλιν Ἰερουσαλήμ , ἐν τῇ ψυχῇ ἠμῶν προσκυνοῦντες καί ὑμνοῦντες αὐτόν .
Ἀγάπην συμπαθείᾳ συζεύξαντες , πρός ἱκεσίαν τῷ Χριστῷ πιστοί ἐκπέμψαι σπουδάσωμεν , ὅπως ἡμᾶς ἀναστήσει , ἐκ τάφου τῶν κρυφίων παθῶν ἡμῶν .
Πρᾶοι τῇ ψυχῇ καί ταπεινοί τῇ γνώμῃ , γενόμενοι χάριτι , ὑποδεξώμεθα , πρᾶον τόν πάντων ἐρχόμενον Δεσπότην , τήν ἀλαζονείαν τοῦ πονηροῦ συντρίψαι .
Ἡ φωνή Σου κατέλυσε , Σῶτερ τοῦ θανάτου πᾶσαν τήν δύναμιν , τά θεμέλια τοῦ Ἅδου δέ , θεϊκῇ δυνάμει διεκλόνησε .
Καθώς εἶπας Κύριε τῇ Μάρθα · ἐγώ εἰμί ἡ Ἀνάστασις , ἔργῳ τόν λόγον ὁ Λόγος ἐπλήρωσας , ἐξ 'Ἅδου καλέσας τόν Λάζαρον · κἀμέ Φιλάνθρωπε , νεκρόν τοῖς πάθεσιν , ὡς συμπαθής , ἐξανάστησον δέομαι.
Βαΐα ἀρετῶν ἀδελφοί , προσάξωμεν Χριστῷ τῷ θεῷ , ἐρχομένῳ δι'ἡμᾶς ἀνθρωπικῶς , παθεῖν ἐθελουσίως , Θεότητος ἰσχύϊ , μετά Βαΐων ἀνυμνήσωμεν .
Σήμερον ἡ χάρις τοῦ Ἁγίου Πνεύματος , ἡμᾶς συνήγαγε ·καί πάντες αἴροντες τόν Σταυρόν σου λέγομεν ·εὐλογημένος ὁ ἐρχόμενος ἐν ὀνόματι Κυρίου , ὡσαννά ἐν τοῖς ὑψίστοις .
Ὁ τοῖς Χερουβίμ ἐποχούμενος , καί ὑμνούμενος ὑπό τῶν Σεραφίμ , ἐπέβης ἐπί πώλου , Δαυιτικῶς Ἀγαθέ ·καί παῖδες Σέ ἀνύμνουν θεοπρεπῶς , Ἰουδαῖοι ἐβάσφήμουν παρανόμως ·τό ἀκάθεκτον τῶν ἐθνῶν , ἡ καθέδρα τοῦ πώλου προετύπου , ἐξ ἀπιστίας εἰς πίστιν μεταποιούμενον · Δόξα Σοι Χριστέ , ὁ μόνος ἐλεήμων καί φιλάνθρωπος .
Μετά κλάδων ὑμνήσαντες πρότερον , μετά ξύλων συνέλαβον ὕστερον , οἱ ἀγνώμονες Χριστόν , Ἰουδαῖοι τόν Θεόν · ἡμεῖς δέ πίστει ἀμεταθέτῳ , ἀεί τιμῶντες ὡς εὐεργέτην , διαπαντός βοήσωμεν αὐτῷ · Εὐλογηένος εἶ ὁ ἐρχόμενος , τόν Ἀδάμ ἀνακαλέσασθαι .
Ἐπειδή Ἅδην ἔδησας Ἀθάνατε , καί θάνατον ἐνέκρωσας , καί κόσμον ἀνέστησας , βαΐοις τά νήπια ἀνευφήμουν σε Χριστέ ὡς νικητήν κραυγάζοντά σοι σήμερον · ὡσαννά τῷ Υἱῷ Δαυίδ · οὐκέτι γάρ φησίν , σφαγήσονται βρέφη διά τό βρέφος ΜΑΡΙΑΜ , ἀλλά ὑπέρ πάντων καί πρεσβυτῶν , μόνος σταυροῦσαι ·οὐκέτι καθ'ἡμῶν χωρήσει τό ξῖφος · ἡ Σή γάρ πλευρά νηγήσεται Λόγχῃ · ὅθεν ἀγαλλόμενοι φαμέν · Εὐλογημένος εἶ ὁ ἐρχόμενος , τόν Ἀδάμ ἀνακαλέσασθαι.
Φοβερόν τό ἐμπεσεῖν , εἰς χεῖρας Θεοῦ ζῶντος · οὗτος Κριτής ἐστίν , ἐνθυμήσεων καί ἐννοιῶν καρδίας · μηδείς εἰσέλθῃ περάζων τήν πίστιν τήν ἀμώμητον · ἀλλ' ἐν πρᾳότητι καί φόβῳ , Χριστῷ προσέλθωμεν , ἴνα λάβωμεν ἔλεον , καί χάριν εὕρομεν εἰς εὔκαιρον βοήθειάν .
Ἰωσήφ τήν σωφροσύνην μιμησώμεθα πιστοί · γνῶμεν τόν τιμήσαντα τήν τῶν ἀνθρώπων λογικήν οὐσίαν , πάσῃ φυλακήν πολιτευσάμενοι , δι'ἀρετῆς πρακτικῆς .
Σωφροσύνῃ κοσμήσαντες τόν βίον , καί φρονήσει φυλάξαντες τήν πίστιν , δικαιοσύνης τρόπους πορισόμεθα , ἵνα ἐν ἀνδρείᾳ , Χριστῷ συσταυρωθῶμεν .
Παροδεύων τοῦ βίου τάς πορείας , ὁ Σωτήρ ἐπείνασας βουλήσει , τήν σωτηρίαν πάντων ἐφιέμενος , τοῦτο γάρ ἐπείνας , τήν ἐπιστροφήν , τῶν ἐκ σοῦ ἀποσφαλέντων.
Ἐπείνασε τῶν ἀθρώπων τήν σωτηρίαν , ζωῆς ὑπάρχων ἄρτος , ὁ Χριστός καί Θεός μου · ὡς συκῆν δέ προφθάσας , τήν ἄκαρπον συναγωγήν , φύλλοις κομῶσαν νομικοῖς αὐτήν , ὡς εἶδε κατηργάσατο.
Ἰδού ὁ Νυμφίος ἔρχεται ἐν τῷ μέσῳ τῆς νυκτός, καί μακάριος ὁ δοῦλος, ὄν εὑρήσει γρηγοροῦντα · ἀνάξιος δέ πάλιν , ὅν εὑρήσει ῥαθυμοῦντα · βλέπε οὖν ψυχή μου , μή τῷ ὕπνῳ κατενεχθῆς, ἵνα μή τῷ θανάτῳ παραδοθῆς, καί τῆς Βασιλείας ἔξω κλεισθῆς · ἀλλά ἀνάνηψον κράζουσα · Ἅγιος , Ἅγιος , Ἅγιος εἶ ὁ Θεός ἡμῶν , πρεσβείαις τῆς ΘΕΟΤΟΚΟΥ , ἐλέησον ἡμᾶς .
Ἀόρατε Κριτά , ἐν σαρκί καθωράθης , καί ἔρχῃ ὑπ 'ἀνδρῶν , παρανόμων κριθῆναι , ἡμῶν τό κατάκριμα , κατακρίνων τῷ πάθει σου · ὅθεν αἴνεσιν , μεγαλωσύνην καί δόξαν , ἀναπέμποντες , τῇ ἐξουσίᾳ σου Λόγε , συμφώνως προσφέρομεν .
Τά πάθη τά σεπτά , ἡ παροῦσα ἡμέρα , ὡς φῶτα σωστικά, ἀνατέλει τῷ κόσμῳ , Χριστός γάρ ἐπείγεται , τοῦ παθεῖν ἀγαθότητι · ὁ τά σύμπαντα , ἐν τῇ δρακί περιέχων , καταδέχεται ἀναρτηθῆναι ἐν ξύλῳ ,τοῦ σῶσαι τόν ἄνθρωπον .
Τόν νυμφῶνα σου βλέπω , Σωτήρ μου κεκοσμημένον ( ἀνεωγμένον ) , καί ἔνδυμα οὐκ ἔχω , ἵνα εἰσέλθω ἐν αὐτῷ· λάμπρυνόν μου τήν στολήν τῆς ψυχῆς , φωτοδότα καί σῶσον με .
Ἐρχόμενος ὁ Κύριος πρός τό ἑκούσιον Πάθος , τοῖς Ἀποστόλοις ἔλεγεν ἐν τῇ ὀδῷ· ἰδού ἀναβαίνομεν εἰς Ἱεροσόλυμα, καί παραδοθήσεται ὁ Υἱός τοῦ ἀνθρώπου , καθώς γέγραπται περί αὐτοῦ ·Δεῦτε οὖν καί ἡμεῖς , κεκαθαρμέναις διανοίαις , συμπορευθῶμεν αὐτῷ καί συσταυρωθῶμεν , καί νεκρωθῶμεν δι 'αὐτόν ταῖς τοῦ βίου ἡδοναῖς · ἵνα καί συζήσωμεν αὐτῷ , καί ἀκούσωμεν βοῶντος αὐτοῦ · οὐκέτι εἰς τήν ἐπίγειον Ἱερουσαλήμ διά τό παθεῖν , ἀλλά , ἀναβαίνω πρός τόν Πατέρα μου καί Πατέρα ὑμῶν , καί Θεόν μου καί Θεόν ὑμῶν · καί συνανυψῶ ὑμᾶς εἰς τήν ἄνω Ἱερουσαλήμ , ἐν τῇ βασιλείᾳ τῶν οὐρανῶν .
Κύριε , τά τελεὠτατα φρονεῖν , τούς οἰκείους παιδεύων Μαθητάς , μή ὁμοιοῦσαθαι τοῖς ἔθνεσιν ἔλεγες , εἰς τό κατάρχειν τῶν ἐλαχιστοτέρων · οὐχ γάρ οὕτως ἔσται ἐν ὑμῖν , τοῖς ἐμοῖς Μαθηταῖς , ὅτι πτωχός θέλων ὑπάρχω · ὁ πρῶτος οὖν ὑμῶν , ἔστω πάντων διάκονος , ὁ δέ ἄρχων ὡς ὁ ἀρχόμενος , ὁ προκριθείς δέ ὡς ὁ ἔσχατος · καί γάρ ἐλήλυθα αὐτός , τῷ πτωχεύσαντι Ἀδάμ διακονῆσαι , καί λύτρον δοῦναι ἀντί πολλῶν ,τήν ψυχήν τῶν βοώντων μοι · δόξα σοι.
Σκήνωμα ἅγιον , ὤφθης ΠΑΡΘΕΝΕ τοῦ Θεοῦ ·ἐν Σοί γάρ τῶν οὐρανῶν ὁ Βασιλεύς , οἰκήσας σωματικῶς , προῆλθεν ὡραῖος , τόν ἄνθρωπον ἐν αὐτῷ , ἀναμορφώσας θεϊκῶς .
Παρά τῷ Σταυρῷ σου , Σωτήρ ἑστῶσα ἡ Μήτηρ , καί τήν ἄδικον σου σφαγήν καθορῶσα ἐβόα ·οἴμοι τέκνον ἑμόν , τό ἄδυτον φέγγος , λάμψον πᾶσι Ἥλιε τῆς δόξης τό φῶς .
Τήν ὥραν ψυχή , τοῦ τέλους ἐννοήσασα , καί τήν ἐκκοπήν τῆς συκῆς δειλιάσασα , τό δοθέν σοι τάλαντον , φιλοπόνως ἔργασαι ταλαίπωρε ·γρηγοροῦσα καί κράζουσα· μή μείνωμεν ἔξω τοῦ νυμφῶνος Χριστοῦ .
Ἡ τόν ἀχώρητον Θεόν , ἐν γαστρί χωρήσασα , καί χαράν τῷ κόσμῳ κυήσασα , Σέ ὑμνοῦμεν , ΠΑΝΑΓΙΑ ΠΑΡΘΕΝΕ .
Τοῖς Μαθηταῖς , ὁ Ἀγαθός , γρηγορεῖτε ἔφησεν · ᾗ γάρ ὥρα ἤξει ὁ Κύριος , ἀνοεῖτε , ἀποδοῦναι ἑκάστῳ .
Ἐν ταῖς λαμπρότησιν τῶν Ἁγίων σου , πῶς εἰσελεύσομαι ὁ ἀνάξιος ; ἐάν γάρ τολμήσω εἰσελθεῖν εἰς τόν Νυμφῶνα , ὁ χιτών μέ ἐλέγχει , ὅτι οὐκ ἔστι τοῦ γάμου , καί δέσμιος ἐκβαλοῦμαι ὑπό τῶν Ἀγγέλων · καθάρισον Κύριε , τόν ῥῦπον τῆς ψυχῆς μου , καί σῶσον με ὡς φιλάνθρωπος .
Δεῦτε πιστοί , ἐπεργασώμεθα προθύμως τῷ Δεσπότῃ · νέμει γάρ τοῖς δούλοις τόν πλοῦτον · καί ἀναλόγως ἕκαστος
πολυπλασιάσωμεν τό τῆς χάριτος τάλαντον · ὁ μέν σοφίαν κομιείτῳ δι' ἔργων ἀγαθῶν · ὁ δέ λειτουργίαν λαμπρότητος ἐπιτελείσθω · κοινωνείτῳ δέ τοῦ λόγου , πιστός τῷ ἀμυήτῳ · καί σκορπιζέσθω τόν πλοῦτον πένησιν ἄλλος · οὕτω γάρ τό τάλαντον πολυπλασιάσωμεν , καί ὡς οἰκονόμοι τῆς χάριτος , δεσποτικῆς χαρᾶς ἀξιωθῶμεν · αὐτῆς ἡμᾶς καταξίωσον Χριστέ ὡς φιλάνθρωπος .
Ἐπουράνιος τροφή , τῶν πεινώντων ἡ ζωή , αὐτός ὑπάρχων · εἱστιάθης Χριστέ , τοῖς ἀνθρώποις προδεικνύς , σήν συγκατάβασιν .
Ὤ!!! μακαρίων χειρῶν , ὤ !!! τριχῶν καί χειλέων , τῶν τῆς σώφρονος πόρνης !!! αἷς ἐπέχεε Σωτήρ , τό μῦρον πρός σούς πόδας , ἐκμασσομένη αὐτούς , πυκνῶς καταφιλοῦσα .
Χεῖρες ἐμοί ῥυπαραί , χείλη πόρνης ἐν ἐμοί , ἄναγνός μου ὁ βίος , ἐφθαρμένα τά μέλη · ἀλλά, ἄνες μοι καί ἄφες , βοᾶ πόρνη τῷ Χριστῷ .
Ἀρωμάτων εὐπορῶ , ἀρετῶν δέ ἀπορῶ , ἅ ἔχω σοί προσάγω · δός μοι αὐτός ἅ περ ἔχεις , καί ἄνες μοι καί ἄφες , βοᾷ πόρνη τῷ Χριστῷ .
Μύρον παρ'ἐμοί φθαρτόν , μύρον παρά σοί ζωῆς , μύρον γάρ ὄνομά σοι , κενωθέν τοῖς ἀξίοις · ἀλλά, ἄνες μοι καί ἄφες βοᾷ πόρνη τῷ Χριστῷ .
Ἡ πόρνη ἐν κλαυθμῷ , ἀνεβόα οἰκτίρμον , ἐκμάσσουσα θερμῶς , τούς ἀχράντους σου πόδας , θριξίν τῆς κεφαλῆς αὐτῆς , καί ἐκ βάθους στενάζουσα · μή ἀπώσῃ με , μηδέ βδελύξῃ Θεέ μου , ἀλλά δέξαι με , μετανοοῦσαν καί σῶσον , ὡς μόνος φιλάνθρωπος .
Ὑπέρ τήν πόῥνην Ἀγαθέ ἀνομήσας , δακρύων ὄμβρους οὐδαμῶς σοι προσῆξα · ἀλλά σιγῇ δεόμενος προσπίπτω σοι , πόθῳ ἀσπαζόμενος τούς ἀχράντους σου πόδας , ὅπως μοι τήν ἄφεσιν ὡς Δεσπότης παράσχῃς τῶν ὀφλημάτων κράζοντι Σωτήρ · ἐκ τοῦ βορβόρου τῶν ἔργων μου ῥῦσαι με .
Ψυχαῖς καθαραῖς , καί ἀῥῤυπώτοις χείλεσιν , δεῦτε μεγαλύνωμεν , τήν ἀκηλίδωτον καί ὙΠΕΡΑΓΝΟΝ Μητέρα τοῦ Ἐμμανουήλ δι'Αὐτῆς , τῷ ἐξ Αυτῆς προσφέροντες πρεσβείαν τεχθέντι ·φεῖσαι τῶν ψυχῶν ἡμῶν Χριστέ ὁ Θεός καί σῶσον ἡμᾶς .
Σέ τόν τῆς ΠΑΡΘΕΝΟΥ Υἱόν , πόρνη ἐπιγνοῦσα Θεόν ἔλεγεν , ἐν κλαυθμῷ δυσωποῦσα , ὡς δακρύων ἄξια πράξασα · διάλυσον τό χρέος , ὡς κἀγώ τούς πλοκάμους · ἀγάπησον φιλοῦσαν , τήν δικαίως μισουμένην · καί πλησίον τελωνῶν σέ κηρύξω , εὐεργέτα φιλάνθρωπε .
Ὅτε ἡ ἁμαρτωλός , προσέφερε τό μύρον , τότε ὁ μαθητής , συνεφώνει τοῖς παρανόμοις · ἡ μέν ἔχερε κενοῦσα τό πολύτιμον , ὁ δέ ἔσπευδε , πωλῆσαι τόν ἀτίμητον · αὕτη τόν Δεσπότην ἐπεγίνωσκεν , οὗτος τοῦ Δεσπότου ἐχωρίζετο · αὕτη ἠλευθεροῦτο , καί ὁ Ἰούδας δοῦλος ἐγεγόνει τοῦ ἐχθροῦ · δεινόν ἡ ῥαθυμία, μεγάλη ἡ μετάνοια !!! ἥν μοι δώῥησε Σωτήρ , ὁ παθών ὑπέρ ἡμῶν , καί σώσας ἡμᾶς .
Ὤ !!! τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος !!! ἐθεώρει τήν πόρνην φιλοῦσαν τά ἴχνη , καί ἐσκέπτετο δόλῳ , τῆς προδοσίας τό φίλημα · ἐκείνη τούς πλοκάμους διέλυσε , καί οὗτος τῷ θυμῷ ἐδεσμεῖτο , φέρων ἀντί μύρων , τήν δυσώδη κακίαν · φθόνος γέρ οὐκ οἶδεν , προτιμᾶν τό συμφέρον ·ὤ!!! τῆς Ἰούδα ἀθλιότητος !!! ἀφ ' ἧς ῥῦσαι ὁ Θεός τάς ψυχάς ἡμῶν .
Ἡ βεβυθισμένη τῇ ἁμαρτίᾳ , εὗρε σε λιμένα τῆς σωτηρίας , καί μύρον σύν δάκρυσι κενοῦσα σοι ἐβόα · ἴδε ὁ τῶν ἁμαρτανόντων τήν μετάνοιαν φέρων · ἀλλά Δέσποτα , διάσωσόν με , ἐκ τοῦ κλύδωνος τῆς ἁμαρτίας , διά τό μέγα σου ἔλεος .
Ἥπλωσεν ἡ πόρνη , τάς τρίχας σοι τῷ Δεσπότῃ , ἥπλωσεν ὁ Ἰούδας τάς χεῖρας τοῖς παρανόμοις · ἡ μέν λαβεῖν τήν ἄφεσιν , ὁ δέ λαβεῖν ἀργύρια · διό σοι βοῶμεν , τῷ πραθέντι καί ἐλευθερώσαντι ἡμᾶς Κύριε δόξα σοι .
Ἡ ἀπεγνωσμένη διά τόν βίον , καί ἐπεγνωσμένη διά τόν τρόπον , τό μύρον βαστάζουσα προσῆλθε σοι βοῶσα · μή με τήν πόρνην ἀποῤῥίψης , ὁ τεχθείς ἐκ ΠΑΡΘΕΝΟΥ · μή μου τά δάκρυα παρίδης , ἡ χαρά τῶν Ἀγγέλων ·ἀλλά δέξαι με μετανοοῦσαν , ἥν οὐκ ἀπώσω ἁμαρτάνουσαν Κύριε , διά τό μέγα σου ἔλεος .
Κύριε , ἡ ἐν πολλαῖς ἁμαρτίαις περιπεσοῦσα γυνή , τήν σήν αίσθομένην θεότητα , μυροφόρου ἀναλαβοῦσα τάξιν , ὁδυρομένη μύρα σοι πρό τοῦ ἐνταφιασμοῦ κομίζει · οἴμοι , λέγουσα ὅτι νύξ μοι ὑπάρχει , οἶστρος ἀκολασίας , ζοφώδης τε καί ἀσέληνος ἔρως τῆς ἁμαρτίας · δέξαι μου τάς πηγάς τῶν δακρύων ὁ νεφέλαις διεξάγων , τῆς θαλάσσης τό ὕδωρ · κάμφθητί μοι πρός τούς στεναγμούς τῆς καρδίας , ὁ κλίνας τούς οὐρανούς , τῇ ἀφάτῳ σου κενῴσει · καταφιλήσω τούς ἀχράντους σου πόδας ἀποσμήξω δέ τούτους πάλιν τοῖς τῆς κεφαλῆς μου βοστρύχοις · ὧν ἐν τῷ παραδείσῳ Εὔα τῷ δειλινόν , κρότον τοῖς ὠσίν ἠχηθεῖσα , τῷ φόβῳ ἐκρύβῃ · ἁμαρτιῶν τά πλήθη, καί κριμάτων σου ἀβύσσους , τίς ἐξιγχνιάσει , ψυχοσῶστα Σωτήρ μου · μή με τήν δούλην παῥίδης , ὁ ἀμέτρητον ἔχων τό ἔλεος .
Φιλεῖς καί πωλεῖς Ἰούδα , ἀσπάζῃ καί οὐκ ὀκλάζεις δόλῳ προστρέχων · τίς μισῶν ἀσπάζεται μισάνθρωπε ; ἤ τίς φιλῶν ἐξονεῖται τιμήματι ; τό φίλημα τῆς ἀναιδοῦς σου κακοβουλίας ἐλέγχει τήν προαίρεσιν .
Ὅτε οἱ ἔνδοξοι Μαθηταί , ἐν τῷ νηπτῆῥι τοῦ Δείπνου ἐφωτίζοντο , τότε Ἰούδας ὁ δυσσεβής , φιλαργυρίαν νοσήσας ἐσκοτίζετο · καί ἀνόμοις κριταῖς , σέ τόν δίκαιον Κριτήν παραδίδωσι · βλέπε χρημάτων ἐραστά, τόν διά ταῦτα ἀγχόνην χρησάμενον · φεῦγε ἀκόρεστον ψυχήν , τήν διδασκάλῳ τοιαῦτα τολμήσασαν · ὁ περί πάντας ἀγαθός , Κύριε , δόξα σοι .
Παστάς ἐπουράνιος , καί ΝΥΜΦΗ ΑΕΙΠΑΡΘΕΝΟΣ , Μόνη ἐδείχθης , Θεόν μέν βαστάζουσα , τεκοῦσα δέ ἀτρέπτως , ἐκ Σοῦ σεσαρκωμένον , διό Σε πᾶσαι αἱ γενεαί , ὡς Θεόνυμφον Μητέρα , ὀρθοδόξως μεγαλύνωμεν .
Ἡ σύλληψις ὑπέρ λόγον , ὁ τόκος Σου ὑπέρ φύσιν ΑΓΝΗ ΘΕΟΓΕΝΝΗΤΟΡ · ἡ μέν γάρ ἐκ Πνεύματος οὐ σπέρματος , ἡ δέ νόμους φύσεως λανθάνουσα · ὡς ἄφθορος καί ὑπέρ φύσιν , πάσης λοχείας · Θεός γάρ τό τικτόμενον .
Ταπεινωθείς δι'ἡμᾶς ὁ πλούσιος , τοῦ δείπνου ἐξαναστάς , λέντιον λαβών , τοῦτο περιζώσω , καί κλίνας τόν αὐχένα , ἔνιψας τούς πόδας τῶν Μαθητῶν καί τοῦ προδότου .
Μαθηταῖς ὑποδεικνύει ταπεινώσεως ὁ Δεσπότης τύπον · ὁ νεφέλαις δέ τόν πόλον περιβάλλων , ζώννυται λέντιον , καί κάμπτει γόνυ , δούλων ἐκπλῦναι πόδας · οὗ ἐν τῇ χειρί , πνοή πάντων τῶν ὄντων .
Κύριον φωνεῖτε , ὦ μαθηταί , καί διδάσκαλόν με · καί γάρ πέφυκα ·Σωτήρ ἐβόας ·διό μιμεῖσθε τόν τύπον , ὅν τρόπον ἐμοί ἐθεάσασθε .
Τόν Ἄρτον λαβών εἰς χεῖρας ὁ προδότης , κρυφίως αὐτάς ἐκτείνει καί λαμβάνει τήν τιμήν τοῦ πλάσαντος ταῖς οἰκείαις χερσίν τόν ἄνθρωπον · καί ἀδιόρθωτος ἔμεινεν Ἰούδας ὁ δοῦλος καί δόλιος .
Τί δεῖ μαχαιρῶν τί ξύλων λαοπλάνοι;
πρός τόν θανεῖν πρόθυμον εἰς κόσμου λύτῥον ;
Ἰούδας ὁ παράνομος Κύριε , ὁ βάψας ἐν τῷ δείπνῳ τήν χεῖραν , ἐν τῷ τριβλίῳ μετά σοῦ , ἐξέτεινε τάς χεῖρας ἀνόμως , τοῦ λαβεῖν ἀργύρια · καί ὁ τοῦ μύρου λογισάμενος τιμήν , σέ τόν ἀτίμητον , οὐκ ἔφριξε πωλῆσαι ·ὁ τούς πόδας ὑφαπλώσας ἐπί τό νῖψαι , τόν Δεσπότην κατεφίλησεν δολίως , εἰς τό προδοῦναι τοῖς ἀνόμοις · χοροῦ δέ Ἀποστόλων ῥιφείς , καί τά τριάκοντα ῥίψας ἀργύρια , σοῦ τήν τριήμερον ἀνάστασιν οὐκ εἶδεν , δι 'ἧς ἐλέησον ἡμᾶς .
Ἰούδας ὁ δοῦλος καί δόλιος , ὁ μαθητής καί ἐπίβουλος , ὁ φίλος καί διάβολος , ἐκ τῶν ἔργων ἀπεφάνθη ·ἠκολούθει γάρ τῷ Διδασκάλῳ , καί κάθ' ἑαυτόν ἐμελέτα τήν προδοσίαν ·ἔλεγεν ἐν ἑαυτῷ · παραδώσω τοῦτον καί κερδίσω τά συναχθέντα χρήματα · ἐπεζήτει δέ καί τό μύρον πραθῆναι , καί τόν Ἰησοῦν δόλῳ κρατηθῆναι · ἀπέδωκεν ἀσπασμόν , παρέδωκεν τόν Χριστόν · καί ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν , οὕτως ἠκολούθει , ὁ μόνος εὔσπλαγχνος , καί φιλάνθρωπος .
Ὅν ἐκήρυξεν ἀμνόν Ἡσαΐας , ἔρχεται ἐπί σφαγήν ἑκούσιον , καί τόν νῶτον δίδωσιν εἰς μάστιγας , τάς σιαγόνας εἰς ῥαπίσματα · τό δέ πρόσωπον οὐκ ἀπεστράφη ἀπό αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων · θανάτῳ δέ ἀσχήμονι καταδικάζεται · πάντα ὁ ἀναμάρτητος ἑκουσίως καταδέχεται , ἵνα πᾶσι δωρήσηται , τήν ἐκ νεκρῶν ἀνάστασιν .
Σήμερον ὁ Ἰούδας , τό τῆς φιλοπτωχείας κρύβει προσωπεῖον , καί πλεονεξίας ἀνακαλύπτει τήν μορφήν · οὐκέτι τῶν πενήτων φροντίζει · οὐκέτι τό μύρον πιπράσκει , τό τῆς ἁμαρτωλοῦ , ἀλλά τό οὐράνιον μύρον , καί ἐξ αὐτοῦ , νοσφίζεται τά ἀργύρια · τρέχει πρός Ἰουδαίους , λέγει τοῖς παρανόμοις · τί μοι θέλετε δοῦναι , κἀγώ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν ·ὤ !!! φιλαργυρίας προδότου !!! εὔωνον ποιεῖται τήν πρᾶσιν , πρός τήν γνώμην τῶν ἀγοραζόντων , τοῦ πωλουμένου , τήν πραγματείαν ποιεῖται · οὐκ ἀκριβολογεῖται πρός τήν τιμήν · ἀλλά ὡς δοῦλον φυγάδα ἀπεμπολεῖ · ἔθος γάρ τοῖς κλέπτουσι , ῥίπτειν τά τίμια · νῦν ἔβαλε τά ἅγια τοῖς κυσίν ὁ μαθητής · ἡ γάρ λύσσα τῆς φιλαργυρίας , κατά τοῦ ἰδίου Δεσπότου , μαίνεσθαι ἐποίησεν αὐτόν , ἧς τήν πεῖραν φύγωμεν κράζοντες · Μακρόθυμε , Κύριε δόξα σοι...
Ὁ τρόπος σου δολιότητος γέμει , παρἀνομε Ἰούδα · νοσῶν γάρ φιλαργυρίαν , ἐκέρδισας μισανθρωπίαν · εἰ γάρ πλοῦτον ἠγάπας, τί τῷ περί πτωχείας διδάσκοντι εφοίτας ; εἰ δέ ἐφίλεις , ἵνα τί ἐπώλεις τόν ἀτίμητον , παραδούς εἰς μιαιφονίαν ; φρῖξον ἥλιε ·στέναξον ἡ γῆ καί κλονουμένη βόησον · ἀνεξίκακε Κύριε , δόξα σοι .
Μηδείς ὦ πιστοί , τοῦ Δεσποτικοῦ δείπνου ἀμύητος · μηδείς ὅλως ὡς ὁ Ἰούδας , δολίως προσίτῳ τῇ τραπέζῃ · ἐκεῖνος γάρ , τόν ψωμόν δεξάμενος , κατά τοῦ Ἄρτου ἐχώρησε , σχήματι μέ ὤν μαθητής , πράγματι δέ παρών φονευτής · τοῖς μέν Ἰουδαίοις συναγαλλόμενος , τοῖς δέ Ἀποστόλοις συναυλιζόμενος · μισῶν ἐφίλει , φιλῶν ἐπώλει , τόν ἐξαγοράσαντα ἡμᾶς τῆς κατάρας , τόν Θεόν καί Σωτῆρα τῶν ψυχῶν ἡμῶν .
Μυσταγωγῶν σου Κύριε τούς Μαθητάς , ἐδίδασκες λέγων · ὦ !!! φίλοι !!! ὀρᾶτε , μηδείς ὑμᾶς χωρήσει μου φόβος · εἰ γάρ πάσχω , ἀλλά ὑπέρ τοῦ κόσμου · μή οὖν σκανδαλίζεσθε ἐν ἐμοί · οὐ γάρ ἦλθον διακονηθῆναι , ἀλλά διακονῆσαι , καί δοῦναι τήν ψυχή μου , λύτρον ὑπέρ τοῦ κόσμου · εἰ οὖν ὑμεῖς , φίλοι μου ἐστέ , ἐμέ μιμεῖσθε · ὁ θέλων πρῶτος εἶναι , ἔστω ἔσχατος · ὁ δεσπότης ὡς ὁ διάκονος · μείνατε ἐν ἐμοί , ἵνα βότρυν φέρητε · ἐγώ γάρ εἰμί , τῆς ζωῆς ἡ ἄμπελος .
Ὁ ῥαπισθείς ὑπέρ γένους ἀνθρώπων , καί μή ὀργισθείς , ἐλευθέρωσον ἐκ φθορᾶς τήν ζωήν ἡμῶν , Κύριε , καί σῶσον ἡμᾶς .
Γλυκεῖα εἶ Σύ θάλασσα , ἀλλ'ὅμως ἀδιάβατος , ἄρδην ἡ βυθίσασα τριστάτας , καί ἀναβάτας σύν νοητῷ Φαραῷ , καί σώσασα νέον Ἰσραήλ , πόλιν εἰς οὐράνιον , καί λιμένα γαλήνιον .
Τούς ἀνθρωπίνους πειρασμούς , ὡς ἁμαρτημάτων αἰτίους , νῦν ΘΕΟΤΟΚΕ Ἀγαθή , διασκέδασον θείαις πρεσβείαις Σου , καί τούς δούλους σου λύτρωσαι , ἐνοχῆς τῶν πταισμάτων , καί πάσης βλάβης .
Γέννημα ἐχιδνῶν ἀληθῶς ὁ Ἰούδας , φαγόντων τό μάννα ἐν τῇ ἐῥήμῳ , καί γογγυζόντων κατά τοῦ τροφέως · ἔτι γάρ τῆς βρώσεως οὔσης ἐν τῷ στόματι αὐτῶν , κατελάλουν κατά Θεοῦ οἱ ἀχάριστοι · καί οὗτος ὁ δυσσεβής , τόν οὐράνιον Ἄρτον , ἐν τῷ στόματι βαστάζων , κατά τοῦ Σωτῆρος τήν προδοσίαν εἰργάσατο ·ὤ !!! γνώμης ἀκορέστου , καί τὀλμης ἀπανθρώπου ! τόν τρέφοντα ἐπώλει , καί ὅν ἐφίλει Δεσπότην , παρεδίδου εἰς θάνατον · ὄντως ἐκείνων υἱός ὁ παράνομος , καί σύν αὐτοῖς , τήν ἀπώλειαν ἐκληρώσατο · ἀλλά φεῖσαι Κύριε , τοιαύτης ἀπανθρωπίας τάς ψυχάς ἡμῶν .
Ἀκράδαντον Χαῖρε τεῖχος πιστῶν , ἄβυσσον τοῦ ἐλέους τέξασα ΘΕΟΓΕΝΝΗΤΡΙΑ ἔπιδε , πάντας δεομένους Σοί καί τρικυμίαις τοῦ βίου ἀπολύτρωσαι .
Ὁ λεντίῳ ζωσάμενος , καί νίψας τούς πόδας τῶν Μαθητῶν , Χριστέ ὁ Θεός , ἀπόπλυνον ἡμῶν , τῆς ψυχῆς τόν λογισμόν , καί περίζωσον ἡμᾶς συνδέσμῳ πνευματικῷ , τοῦ ποιεῖν τάς ἐντολάς σου , καί ὑμνεῖν τήν Σήν ἀγαθότητα .
Χαῖρε ἌΧΡΑΝΤΕ ΔΕΣΠΟΙΝΑ , τοῦ Θεοῦ τό Παλάτιον , καί Ἀγγέλων χαῖρε τό ἀγαλλίαμα , χαῖρε Ἀδάμ ἡ ἀνάκλησις , καί Εὔας ἡ λύτρωσις , χαῖρε κλῖμαξ νοητή , τούς θνητούς ἡ ἀνάγουσα , πρός οὐράνιον καί ἀκήρατον δόξαν , χαῖρε κράτος , ὀρθοδόξων βασιλέων καί ἀῤῥαγές φυλακτήριον .
Ὁ ἀρίστην ὀδόν ὑψώσεως , ὑποδείξας ἡμῖν τήν ταπείνωσιν , σῶσον ἡμᾶς Ἀγαθέ, ὡς φιλάνθρωπος .
Σήμερον ὁ ἀπόσιτος τῇ οὐσίᾳ , ἔργον δούλου ἀνέλαβε · λέντιον διεζώσατο , ὁ περιβάλλων τούς οὐρανούς ἐν νεφέλαις · ὕδωρ ἔβαλεν εἰς Νιπτῆρα , ὁ τήν Ἐρυθρλαν θάλασσαν διατεμών · καί κάμψας ἐπί τά γόνατα , ἤρξατο νίπτειν τούς πόδας τῶν Μαθητῶν , καί ἐκμάσσει τῷ λεντίῳ ᾧ ἦν διεζωσμένος · ὅταν οὖν ἔνιψε τούς πόδας τῶν Μαθητῶν , εἶπεν αὐτοῖς · ὑμεῖς καθαροί ἐστέ , ἀλλ'οὐχί πάντες , σημαίνων τόν παραδιδόντα αὐτόν .
Χαῖρε Ναέ πανυπέρτιμε Κυρίου , χαῖρε θεῖα τράπεζα ἄρτον βαστάσασα , χαῖρε ἀπότιστος ἄμπελε , τόν γλυκύν βότρυν , ἡ ἐκβλαστήσασα · χαῖρε ἤδιστον ᾇσμα καί ἐντρύφημα τῶν οὐρανίων νοῶν , χαῖρε τό ἄνθος τῆς φύσεως , ΑΓΝΗ ΚΟΡΗ ΠΑΡΘΕΝΟΜΗΤΟΡ τό ὡραότατον καί πανεύοσμον , χαῖρε τό κρῖνον τό κροκόλευκον , καί ἡδύπνοον , χαῖρε Παράδεισε , τῆς τρυφῆς τῆς ἀφθάρτου , χαῖρε κόσμε πολυέραστε .
Νυσταγμῷ διαβολικῷ , συσχεθείς ὁ Ἰούδας , ὕπνωσεν εἰς θάνατον · καιρός γρηγορεῖν , καιρός νήφειν · στεναζέτῳ καρδίᾳ , δακρυέτωσαν βλέφαρα , ψαλμός ἐπαγρυπνείτῳ · μεγάλη ἡ ἰσχύς τοῦ Σταυροῦ ·Χριστός ἐπί θύραις · τό θυόμενον Πάσχα προῆλθε · δόξα σοι , Κύριε , δόξα σοι .
Χαῖρε καθαρώτατον τοῦ Βασιλέως Παλάτιον , χαῖρε , Νύμφη ἀκήρατε , χαῖρε Βάτε ἄφλεκτε , χαῖρε θεία Σκέπη , πάντων προστασία , χαῖρε ἀμόλυντε Σκηνή , χαῖρε ΚΥΡΙΑ πάσης τῆς κτίσεως , χρυσοῦν θυμιατήριον , χαῖρε πανθαύμαστε ΔΕΣΠΟΙΝΑ , χαῖρε θεῖε Παράδεισε , ζωῆς ξὐλον βλαστήσασα .
Ἄρχοντες λαοῦ συνήχθησαν κατά τοῦ Κυρίου , καί κατά τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ .
ΠΑΡΘΕΝΟΣ ἔτεκες ἈΠΕΙΡΟΓΑΜΕ , καί ΠΑΡΘΕΝΟΣ ἔμεινας , ΜΉΤΗΡ ΑΝΥΜΦΕΥΤΕ , ΘΕΟΤΟΚΕ ΜΑΡΙΑ · Χριστόν τόν Θεόν ἱκέτευε , σωθῆναι ἡμᾶς .
Ἔδραμε λέγων ὁ Ἰούδας , τοῖς παρανόμοις γραμματεῦσι · τί μοι θέλετε δοῦναι , καγώ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν · ἐν μέσῳ δέ τῶν συμφωνούντων , αὐτός εἱστήκεις , ἀοράτως Κύριε , συμφωνούμενος , Καρδιογνῶστα φεῖσαι τῶν ψυχῶν ἡμῶν .
Ὅν ἔτεκες ΠΑΡΘΕΝΕ ἀνερμηνεύτως , διά παντός ὡς φιλάνθρωπον , μή διαλίπῃς δυσωποῦσα , ἵνα κινδύνων σώσῃ τάς ψυχάς ἡμῶν .
Ἐν τῷ δείπνῳ σου Χριστέ ὁ Θεός , τοῖς Μαθηταῖς σου προέλεγες · εἷς ἐξ 'ὑμῶν παραδώσει με · ὁ δέ παράνομος Ἰούδας , οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι .
Εἰς τριάκοντα ἀργύρια Κύριε , καί εἰς φἰλημα δόλιον , ἐζήτουν Ἰουδαῖοι ἀποκτεῖναι σε · ὁ δέ παράνομος Ἰούδας , οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι .
Γρηγρεῖτε καί προσεύχεσθε , ἵνα μή πειρασθῆτε , τοῖς Μαθηταῖς σου ὁ Θεός ἡμῶν ἔλεγες · ὁ δέ παράνομος Ἰούδας , οὐκ ἠβουλήθη συνιέναι .
Διάσωσον ἀπό κινδύνων τούς δούλους Σου ΘΕΟΤΟΚΕ , ὅτι πάντες μετά Θεόν εἰς Σέ καταφεύγομεν , ὡς ἄῤῥηκτον τεῖχος καί προστασία .
Σήμερον ὁ Ἰούδας , καταλαμπάνει τόν Διδάσκαλον , καί παραλαμβάνει τόν διάβολον · τυφλοῦται τῷ πάθει τῆς φιλαργυρίας · ἐκπίπτει τοῦ φωτός ὁ ἐσκοτισμένος · πῶς ἠδύνατο βλέπειν , ὁ τόν Φωστῆρα πωλήσας , τριάκοντα ἀργυρίων ; ἀλλ'ἡμῖν ἀνέτειλεν ὁ παθών ὑπέρ τοῦ κόσμου · πρός ὅν βοήσωμεν · ὁ παθών καί συμπαθών ἀνθρώποις δόξα σοι .
Σήμερον ὁ Ἰούδας , παραποιεῖται θεοσέβειαν , καί ἀλλοτριοῦται τοῦ χαρίσματος · ὑπάρχων μαθητής , γίνεται προδότης ·ἐν ἤθει φιλικῷ δόλον ὑποκρύπτει , καί προτιμᾶται ἀφρόνως τῆς τοῦ Δεσπότου ἀγάπης , τριάκοντα ἀργύρια , ὁδηγός γενόμενος , συνενδρίου παρανόμου , ἡμεῖς δέ ἔχοντες σωτηρίαν τόν Χριστόν , αὐτόν δοξάσωμεν .
Δεδοξασμένα περί Σοῦ , ἐλαλήθη πανταχοῦ , ὅτι ἐκύησας σαρκί , τόν τῶν ὄλων ποιητήν , ΘΕΟΤΟΚΕ ΜΑΡΙΑ , ΠΑΝΥΜΝΗΤΕ καί ΑΠΕΙΡΟΓΑΜΕ .
Σήμερον ἔλεγεν ὁ Κτίστης οὐρανοῦ καί γῆς , τοῖς ἑαυτοῦ Μαθηταῖς · ἤγγικεν ὦ φίλοι ἡ ὥρα , καί ἔφθασεν Ἰούδας ὁ παραδιδούς με · μή τις με ἀρνήσηται , βλέπων με ἐν τῷ Σταυρῷ , ἐν μέσῳ δύο ληστῶν · πάσχω γάρ ὡς ἄνθρωπος , καί σῴζω ὡς φιλάνθρωπος , τούς εἰς ἐμέ πιστεύοντας .
Χαῖρε τιμαλφέστατον τοῦ Βασιλέως Παλάτιον , χαῖρε , ΝΥΜΦΗ ἀκήρατε , χαῖρε Βάτε ἄφλεκτε , χαῖρε θεία Κλίνη , χαῖρε προστασία τῶν πεποιθότων ἐπί Σοί , χαῖρε ΚΥΡΙΑ πάσης τῆς κτίσεως , χρυσοῦν Θυμιατήριον , χαῖρε Πανθαύμαστε ΔΕΣΠΟΙΝΑ , χαῖρε θεῖε Παράδεισε , ζωῆς ξύλον βλαστήσασα .
Σήμερον γρηγορεῖὁ Ἰούδας παραδοῦναι τόν Κύριον ·τόν πρό τῶν αἰώνων Σωτῆρα τοῦ κόσμου , τόν ἐκ πέντε ἄρτων , χορτάσαντα πλήθη · σήμερον ὁ ἄνομος ἀρνεῖται τόν Διδάσκαλον · μαθητής γενόμενος , Δεσπότην παρέδωκεν · ἀργυρίῳ πέπρακεν τόν μάννα χορτάσαντα τόν ἄνθρωπον .
Σήμερον τῷ Σταυρῶ προσήλωσαν , Ἰουδαῖοι τόν Κύριον τόν διατεμόντα τήν θάλασσαν ῥἀβδῳ , καί διαγαγόντα αὐτούς ἐν ἐῥήμῳ · Σήμερον τῇ λόγχῃ τήν πλευράν αὐτοῦ ἐκέντησαν , τοῦ πληγαῖς μαστίξαντος , ὑπέρ αὐτῶν τήν Αἴγυπτον , καί χολήν ἐπότισαν , τόν μάννα , τροφήν αὐτοῖς ὀμβρήσαντα .
Χαῖρε ΘΕΟΤΟΚΕ , ἡ τόν ἀχώρητον ἐν οὐρανοῖς , χωρἠσασα ἐν μήτρᾳ Σου · χαῖρε ΠΑΡΘΕΝΕ , τῶν προφητῶν τό κήρυγμα , δι 'ἧς ἡμῖν ἔλαμψεν ὁ Ἐμμανουήλ · χαῖρε Μήτηρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ .
Ποῖος σε τρόπος Ἰούδα , προδότην τοῦ Σωτῆρος εἰργάσατο ; μή τοῦ χοροῦ σε τῶν Ἀποστόλων ἐχώρησε ; μή τοῦ χαρίσματος τῶν ἰαμάτων ἐστέρησε ; μή συνδειπνήσας ἐκείνοις , σέ τῆς τραπέζης ἀπώσατο ; μἠ τῶν ἄλλων νίψας τούς πόδας , τούς σούς ὑπερεῖδεν ; ὤ !!! πόσων ἀγαθῶν ἀμνήμων ἐγένου !!! καί σοῦ μέν ἡ ἀχάριστος στηλιτεύεται γνώμη · αὐτοῦ δέ ἡ ἀνείκαστος μακροθυμία κηρύττεται , καί τό μέγα ἔλεος .
Τρίτον ἠρνησάμενος ὁ Πέτρος , εὐθέως τό ῥηθέν αὐτῷ συνῆκεν , ἀλλά προσήγαγέ σου δάκρυα μετανοίας · ὁ Θεός ἱλάσθητί μοι καί σῶσον με .
Ὡς Πύλην σωτήριον , καί Παράδεισον τερπνόν , καί φωτός ἀϊδίου , νεφέλη ὑπάρχουσαν , τήν Ἁγίαν ΠΑΡΘΕΝΟΝ ὑμνήσωμεν ἅπαντες , λέγοντες τό Χαῖρε ΕΚΕΙΝΗ .
Σταυρωθήρω ἔκραζον , οἱ τῶν σῶν χαρισμάτων ἀεί ἐντρυφῶντες , καί κακοῦργον ἀντί εὐεργέτου , ᾑτοῦντο λαβεῖν , οἱ τῶν δικαίων φονευταί · ἐσιώπας δέ Χριστέ , φέρων αὐτῶν τήν προπέτειαν , παθεῖν θέλων , καί σῶσαι ἡμᾶς ὡς φιλάνθρωπος .
Ὅτι οὐκ ἔχομεν παῤῥησίαν , διά τά πολλά ἁμαρτήματα ἡμῶν, Σύ τόν ἐκ Σοῦ γεννηθέντα δυσώπησον ΘΕΟΤΟΚΕ ΠΑΡΘΕΝΕ · πολλά γάρ ἰσχύει δέησις Μητρός, πρός εὐμένειαν Δεσπότου · μή παρίδης ἁμαρτωλῶν ἱκεσίας ἡ ΠΑΝΣΕΜΝΟΣ , ὄτι ἐλεήμων εστίν , καί σώζειν δυνάμενος , ὁ καί παθεῖν ὑπέρ ἡμῶν σαρκί καταδεξάμενος .
Ἔστησαν τά τριάκοντα ἀργύρια , τήν τιμήν τοῦ τετιμημένου , ὅν ἐτιμήσαντο ἀπό υἱῶν Ἰσραήλ · γρηγορεῖτε καί νήφετε καί προσεύχεσθε , ἵνα μή εἰσέλθετε εἰς πειρασμόν · τό μέν πνεῦμα ρόθυμον , ἡ δέ σάρξ ἀσθενής · διά τοῦτο γρηγορεῖτε .
Ἔδωκαν εἰς τό βρῶμα μου χολήν , καί εἰς τήν δίψαν μου , ἐπότισάν με ὄξος · σύ δέ Κύριε ἀνάστησόν με , καί ἀνταποδώσω αὐτοῖς .
Οἱ ἐξ ἐθνῶν ὑμνοῦμεν Σε ΘΕΟΤΟΚΕ ΑΓΝΗ , ὅτι Χριστόν τόν Θεόν ἡμῶν ἔτεκες , τόν ἐκ τῆς κατάρας τούς ἀνθρώπους διά Σοῦ ἐλευθερώσαντα .
Ὁ ἀναλαβόμενος φῶς ὡς ἱμάτιον , γυμνός εἰς κρίσιν ἵστατο , καί ἐν σιαγόνι , ῥαπισμα ἐδέξατο , ὑπό χειρῶν ὦν ἔπλασεν · ὁ δέ παράνομος λαός , τῷ Σταυρῷ προσήλωσε , τόν Κύριον τῆς δόξης · τότε τό καταπέτασμα τοῦ ναοῦ ἐσχίσθη · ὁ ἥλιος ἐσκότασε , μή φέρων θεάσασθαι , Θεόν ὑβριζόμενον , ὅν τρέμει τά σύμπαντα · αὐτόν προσκυνήσωμεν .
Εἰρήνευσον τόν κόσμον , ὁ ἐκ ΠΑΡΘΕΝΟΥ καταδεξάμενος Κύριε , σάρκα φορέσαι ὑπέρ δούλων , ἵνα συμφώνως σέ δοξολογοῦμεν Φιλάνθρωπε Κύριε , δόξα σοι .
Οὔτε γῆ ὡς ἐσείσθη , οὔτε πέτραι ὡς ἐῤῥάγησαν , Ἑβραίους ἔπεισαν , οὔτε τοῦ ναοῦ τό καταπέτασμα , οὔτε τῶν νεκρῶν ἡ ἀνάστασις · ἀλλά , δός αὐτοῖς Κύριε , κατά τά ἔργα αὐτῶν , ὅτι κενά , κατά σοῦ ἐμελέτησαν .
Θεόν ἐκ Σοῦ σαρκωθέντα ἔγνωμεν , ΘΕΟΤΟΚΕ ΠΑΡΘΕΝΕ , Μόνη ΑΓΝΗ , Μόνη Εὐλογημένη ·διό ἀπαύστως Σέ ἀνυμνοῦντες , μεγαλύνομεν .
Τάδε λέγει Κύριος, τοῖς Ἰουδαίοις ·Λαός μου , τί ἐποίησά σοι ; ἤ τί σοί παρηνώχλησα · τούς τυφλούς σου ἐφώτισα , τούς λεπρούς σου ἐκαθάρισα , ἄνδρα ὄντα ἐπί κλίνης ἠνορθωσάμην · λαός μου τί ἐποιήσά σοι , καί τί μοι ἀνταπέδωκας ; ἀντί τοῦ μάννα χολήν · ἀντί τοῦ ὕδατος ὄξος · ἀντί τοῦ ἀγαπᾶν με , σταυρῷ με προσηλώσατε · οὐκέτι στέγω λοιπόν · καλέσω μου τά ἔθνη , κἀκεῖνα μέ δοξάσουσιν , σύν τῷ Πατρί καί τῷ Πνεύματι · κἀγώ αὐτοῖς δωρήσομαι , ζωήν τήν αἰώνιον .
Σήμερον τοῦ Ναοῦ τό καταπέτασμα , εἰς ἔλεγχον ῥήνυται τῶν παρανόμων · καί τάς ἰδίας ἀκτῖνας ὁ ἥλιος κρύπτει , Δεσπότην ὀρῶν σταυρούμενον .
Οἱ νομοθέται τοῦ Ἰσραήλ , Ἰουδαῖοι καί Φαρισαῖοι , ὁ χορός τῶν Ἀποστόλων , βοᾶ πρός ὑμᾶς · ἴδε Ναός , ὅν ὑμεῖς ἐλύσατε · ἴδε ἀμνός , ὅν ὑμεῖς ἐσταυρώσατε · τάφῳ παρεδώκατε · ἀλλ 'ἐξουσίᾳ αὐτοῦ ἀνέστη ·μή πλανᾶσθε Ἰουδαῖοι · αὐτός γάρ ἐστίν , ὁ ἐν θαλάσσῃ σώσας , καί ἐν ἐρήμῳ θρέψας · αὐτός ἐστίν ἡ ζωή , καί τό φῶς , καί ἡ εἰρήνη τοῦ κόσμου .
Ἡ ΒΑΣΙΛΙΣΣΑ ΠΑΡΘΕΝΟΣ , τόν Χριστόν σωματώσασα , ἡ χρυσῆ λυχνία , λάμψον μετανοίας ἀκτῖνας μοι , ἡ τοῦ ἡλίου Νεφέλη , φωταγώγησον , τῆς καρδίας μου , τά νοερά αἰσθητήρια .
Ὅν πάντα φρίττει καί τρέμει , καί πᾶσα γλῶσσα ὑμνεῖ , Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν , οἱ Ἱερεῖς ἐῤῥάπισαν , καί ἔδωκαν αὐτῷ χολήν , καί πάντα παθεῖν κατεδέξατο , σῶσαι θέλων ἡμᾶς ἐκ τῶν ἀνομιῶν ἡμῶν , τῷ ἰδίῳ αἵματι , ὡς φιλάνθρωπος .
Χαῖρε ἡ Πύλη τοῦ Βασιλέως τῆς δόξης , ἥν ὁ Ὕψιστος , μόνος διώδευσεν , καί πάλιν ἐσφραγισμένην κατέλιπεν , εἰς σωτηρίαν τῶν ψυχῶν ἡμῶν .
Κύριε , ὁ τόν Ληστήν συνοδοιπόρον λαβών , τόν ἐν αἵματι χεῖρας μολύναντα , καί ἡμᾶς σύν αὐτῷ συναῥίθμησον , ὡς ἀγαθός καί φιλάνθρωπος .
ΘΕΟΤΟΚΕ , ἡ Τεκοῦσα , διά λόγου ὑπέρ λόγον , τόν Κτίστην τόν ἴδιον , αὐτόν δυσώπει , σῶσαι τάς ψυχάς ἡμῶν .
Μικράν φωνήν ἀφῆκεν ὁ ληστής ἐν τῷ σταυρῷ , μεγάλην πίστιν εὗρεν , μιᾷ ῥοπῇ ἐσώθῃ , καί πρῶτος Παραδείσου , πύλας ἀνοίξας εἰσῆλθεν · ὁ αὐτοῦ τήν ἁγίαν μετάνοιαν προσδεξάμενος , Κύριε , δόξα σοι .
Χαῖρε , ἡ δι 'Ἀγγέλου , τήν χαράν τοῦ κόσμου δεξαμένην ῝ χαῖρε , ἡ τεκοῦσα , τόν Ποιητήν Σου καί Κύριον · χαῖρε , ἡ ἀξιωθεῖσα γενέσθαι , Μήτηρ Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ .
Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου , ὁ ἐν ὕδασι τἠν γῆν κρεμάσας ·στέφανον ἐξ ἀκανθῶν περιτίθεται , ὁ τῶν Ἀγγέλων Βασιλεύς ·Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται , ὁ περιβάλλων τόν οὐρανόν ἐν νεφέλαις · Ῥάπισμα κατεδέξατο , ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τόν Ἀδάμ · Ἥλοις προσηλώθη , ὁ Νυμφίος τῆς
ἐκκλησίας · Λόγχῃ ἐκεντήθη , ὁ Υἱός τῆς ΠΑΡΘΕΝΟΥ · Προσκυνοῦμεν σου τά Πάθη Χριστέ · Δεῖξον ἡμῖν , καί τήν ἔνδοξον σου Ἀνάστασιν .
Χαῖρε ΠΑΡΘΕΝΕ ΘΕΟΝΥΜΦΕ , χαῖρε πιστῶν ἡ ἐλπίς , χαῖρε , κόσμου καθάρσιον , χαῖρε πάσης θλίψεως , ἡ τούς δούλους Σου σώζουσα · ἡ τοῦ θανάτου χαῖρε κατάλυσις · ὁ ζωηφόρος χαῖρε Παράδεισος · χαῖρε ἀντίληψις τῶν προσκαλουμένων Σε , χαῖρε Θεοῦ , θεῖον ἐνδιαίτημα , καί ὄρος ἅγιον .
Ὁ Σταυρός σου Κύριε , ζωή καί ἀνάστασις ὑπάρχει τῷ λαῷ σου · καί ἐπ 'αὐτῷ πεποιθότες , σέ τόν σταυρωθέντα , Θεόν ἡμῶν ὑμνοῦμεν , ἐλέησον ἡμᾶς .
Ὁρῶσα Σε κρεμάμενον , Χριστέ , ἡ σέ κυήσασα , ἀνεβόα · τί τό ξένον , ὅ ὁρῶ μυστήριον Υἱέ μου ; πῶς ἐπί ξύλου θνήσκεις , σαρκί πηγνύμενος , ζωῆς χορηγέ .
Ἐξηγόρασας ἡμᾶς ἐκ τῆς κατάρας τοῦ νόμου , τῷ τιμἰῳ σου Αἵματι · τῷ Σταυρῶ προσηλωθείς, καί τῇ λόγχῃ κεντηθείς , τήν ἀθανασίαν ἐπήγασας ἀνθρώποις · Σωτήρ ἡμῶν δόξα σοι .
ΔΕΣΠΟΙΝΑ τοῦ κόσμου Ἀγαθή ,τοῦ μόνου φιλοικτήρμονος , τοῦ εὐσπλαγχνίαν ἔχοντος πέλαγος , τοῦ σαρκωθέντος ἐκ τῶν Πανάγνων Σου Αἱμάτων , δεήθητι , τοῦ κατοικτιρῆσαί με , τόν ἀμέτροις κακοῖς συνεχόμενον .
Διά ξύλου ὁ Ἀδάμ , Παραδείσου γέγονεν ἄποικος · διά ξύλου δέ Σταυροῦ , ὁ Ληστής Παράδεισον ᾤκησεν · ὁ μέν γάρ γευσάμενος , ἐντολήν ἠθέτησεν τοῦ ποιήσαντος · ὁ δέ συσταυρούμενος , Θεόν ὠμολόγησεν τόν κρυπτόμενον · Μνήσθητι καί ἡμῶν , Σωτήρ ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου .
Ἵνα τί μέ ἐγκατέλειπες , φῶς τῶν ἐμῶν ὀμμάτων μου καί ἀγαλλίαμα τῆς καρδίας μου , καί πειρασμοί με ἐκύκλωσαν ; ἀλλ 'οἰκτίρησον ΚΟΡΗ , καί σῶσον με , ἐκ πάντων τῶν λυπούντων , τῶν θλιβομένων ἡ παράκλησις .
Ἡ Ζωηφόρος σου Πλευρά , ὡς ἐξ Ἐδέμ πηγή ἀναβλύζουσα ,
τήν Ἐκκλησίαν σου Χριστέ , ὡς λογικόν ποτίζει Παράδεισον , ἐντεῦθεν μερίζουσα , ὡς εἰς ἀρχάς εἰς τέσσερα Εὐαγγέλια , τόν κόσμον ἀρδεύουσα , τήν κτῖσιν εὐφραίνουσα , καί τά ἔθνη πιστῶς , διδάσκουσα , προσκυνεῖν τήν Βασιλείαν σου .
Χαῖρε πιότατον ὄρος καί θεοβάδιστον , χαῖρε τό τῶν Ἀγγέλων περιβόητον θαῦμα · τό σθέος τῶν Μαρτύρων , χαῖρε ΣΕΜΝΗ , ἱερέων ἀγλάϊσμα , καί πενομένων ἀσύλητε θησαυρέ · χαῖρε κλέος τῶν τιμώντων Σε .
Ἐσταυρώθης δι 'ἐμέ , ἵμα ἐμοί πηγάσης τήν ἄφεσιν · ἐκεντήθης τήν πλευράν , ἵνα κρουνούς ζωῆς ἀναβλύσῃς μοι · τοῖς ἥλοις προσήλωσαι , ἵνα ἐγώ τῷ βάθει τῶν παθημάτων σου , τό ὕψος τοῦ κράτους σου , πιστούμενος κράζω σοι Ζωοδότα Χριστέ · δόξα και τῷ Σταυρῷ Σῶτερ καί τῷ Πάθει σου .
Ἐλέους τήν ἄβυσσον ἡ τετοκυῖα , ἐλέησον οἴκτιρον , τήν ἐμήν ἀσθένειαν ΘΕΟΧΑΡΙΤΩΤΕ , καί χειραγώγησον πρός φῶς τῆς κατανύξεως .
Σταυρουμένου σου Χριστέ , πᾶσα ἡ κτίσις βλέπουσα ἔτρεμε · τά θεμέλια τῆς γῆς , διεδονεῖτο φόβῳ τοῦ κράτους σου · φωστῆρες ἐκρύπτοντο , καί Ναοῦ ἐῤῥάγη τό καταπέτασμα · τά ὄρη ἐτρόμαξαν , καί πέτραι ἐσχίσθησαν , καί Ληστής ὁ πιστός , κραυγάζει σοι σύν ἡμῖν , Σωτήρ τό Μνήσθητι .
Ὁ πλημμελήσας ὑπέρ ἅπαντας , τούς ἀνθρώπους μόνος ἐγώ εἰμί · καί διά τοῦτο Σοι βοῶ , ΠΑΝΑΜΩΜΗΤΕ ΑΓΝΗ ΔΕΣΠΟΙΝΑ , βοηθῆσαι τῷ οἰκέτῃ Σου , λαβεῖν τήν συγχώρησιν .
Ὁ Ὑψωθείς ἐν τῷ Σταυρῷ , καί τοῦ θανάτου λύσας τήν δύναμιν , καί ἐξαλείψας ὡς Θεός , τό καθ' ἡμῶν χειρόγραφον Κύριε , Ληστοῦ τήν μετάνοιαν καί ἡμῖν παράσχου μόνε φιλάνθρωπε , τοῖς πίστει λατρεύουσιν , Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν , καί βοῶσι σοι· Μνήσθητι καί ἡμῶν Σωτήρ ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου·
Τήν ΜΗΤΕΡΑ σου Χριστέ , τήν ἐν σαρκί ἀσπόρως τεκοῦσαν σε , καί ΠΑΡΘΕΝΟΝ ἀληθῶς , καί μετά τόκον μείνασαν ἄφθορον , ΑΥΤΗΝ σοι προσάγομεν εἰς πρεσβείαν Δέσποτα πολυέλεε , πταισμάτων συγχώρησιν , δωρήσασθαι πάντοτε , τοῖς κραυγάζουσι · Μνήσθητι καί ἡμῶν , Σωτήρ , ἐν τῇ Βασιλείᾳ σου.
Διεμερίσαντο τά ἱμάτιά μου ἐν ἑαυτοῖς , καί ἐπί τόν ἱματισμόν μου , ἔβαλον κλῆρον .
Χαῖρε , τό φῶς τοῦ κόσμου , ΠΑΡΘΕΝΟΜΗΤΟΡ ὑπέρ ἔννοιαν , καί ἀῤῥήτως ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ σαρκί κυήσασα .
Τόν δι 'ἡμᾶς Σταυρωθέντα , δεῦτε πάντες ὑμνήσωμεν · αὐτόν γάρ κατεῖδε ΜΑΡΙΑ ἐπί τοῦ ξύλου , καί ἔλεγεν · εἰ καί Σταυρόν ὑπομένεις , σύ ὑπάρχεις ὁ Υἱός καί Θεός Μου .
Τόν ἴδιον Ἄρνα ἡ Ἀμνάς θεωροῦσα πρός σφαγήν ἑλκόμενον , ἠκολούθει ΜΑΡΙΑ , τρυχομένη μεθ 'ἑτέρων γυναικῶν , ταῦτα βοῶσα ·Ποῦ πορεύῃ Τέκνον ; τίνος χάριν , τόν ταχύν δρόμον τελεῖς ; μή ἕτερος γάμος πάλιν ἐν Κανᾷ ; κἀκεῖ νῦν σπεύδεις , ἵνα ἐξ ὕδατος αὐτοῖς οἶνον ποιήσῃς ; συνέλθω σοι Τέκνον , ἤ μείνω σοι μᾶλλον ; δός Μοι λόγον , Λόγε , μή σιγῶν παρέλθῃς Με , ὁ ΑΓΝΗΝ τηρήσας Με · σύ γάρ ὑπάρχεις , ὁ Υἱός καί Θεός Μου .
Τόν Ληστήν αὐθημερόν , τοῦ Παραδείσου ἠξίωσας Κύριε · κἀμέ τοῦ ξύλου τοῦ Σταυροῦ , φώτισον καί σῶσον με .
Δύο καί πονηρά ἐποίησεν , ὁ πρωτότοκος υἱός μου Ἰσραήλ · ἐμέ ἐγκατέλειπε , πηγήν ὕδατος ζωῆς , καί ὤρυξεν ἑαυτῷ , φρέαρ συντετριμμένον ·ἐμέ ἐπί ξύλου ἐσταύρωσε , τόν δέ Βαῤῥαβᾶν ᾐτήσατο , καί ἀπέλυσεν · ἐξέστη ὁ οὐρανός ἐπί τοῦτῳ , καί ὁ ἥλιος τάς ἀκτῖνας ἀπέκρυψεν · σύ δέ Ἰσραήλ οὐκ ἐνετράπης , ἀλλά θανάτῳ με παρέδωκας · Ἄφες αὐτοῖς Πάτερ Ἅγιε · οὐ γάρ οἴδασι τί ἐποίησαν .
Ἕκαστον μέλος τῆς Ἁγίας σου σαρκός , ἀτιμίαν δι 'ἡμᾶς ὑπέμεινεν · τἀς ἀκάνθας ἡ κεφαλή · ἡ ὄψις τά ἐμπτύσματα · οἱ σιαγόνες τά ῥαπίσματα · τό στόμα τήν ἐν ὄξει χολήν τῇ γεύσει · τά ὦτα τάς δυσσεβεῖς βλασφημίας · ὁ νῶτος τήν φραγγέλωσιν . καί ἡ χείρ τόν κάλαμον · αἱ τοῦ ὅλου σώματος ἐκτάσεις ἐν τῷ σταυρῷ · τά ἆρθρα τούς ἥλους · καί ἡ πλευρά τήν ὄψιν · ὁ παθών ὑπέρ ἡμῶν , καί παθών ἐλευθερώσας ἡμᾶς · ὁ συγκαταβάς ἡμῖν φιλανθρωπίᾳ , καί ἀνυψώσας ἡμᾶς , παντοδύναμε Σωτήρ , ἐλέησον ἡμᾶς .
Σταυρωθέντος σου Χριστέ , πᾶσα ἡ κτίσις βλέπουσα ἔτρεμε · τά θεμέλια τῆς γῆς , διεδονήθησαν φόβῳ τοῦ κράτους σου · σοῦ γάρ ὑψωθέντος σήμερον , γένος Ἑβραίων ἀπώλετο · τοῦ Ναοῦ τό καταπέτασμα, διεῤῥάγη διχῶς · τά μνημεῖα ἠνεώχθησαν , καί νεκροί ἐκ τῶν τάφων ἐξανέστησαν · Ἑκατόνταρχος ἰδών τό θαῦμα , ἔφριξεν · παρεστῶσα δέ ἡ ΜΗΤΡΗΡ σου , ἐβόα θρηνῳδοῦσα μητρικῶς · πῶς μή θρηνήσω ; καί τά σπλάγχνα μου τύψω , ὁρῶσα σε γυμνόν , ὡς κατάκριτον ἐν ξύλῳ κρεμάμενον · ὁ σταυρωθείς καί ταφείς , καί ἀναστάς ἐκ τῶν νεκρῶν , Κύριε , δόξα σοι .
Ἐξεδυσάν με τά ἱμάτιά μου , καί ἐνέδυσάν με χλαμύδα κοκκίνην · ἔθηκαν ἐπί τήν κεφαλήν μου , στέφανον ἐξ ἀκανθῶν , καί ἐπί τήν δεξιάν μου χεῖρα , ἔδωκαν κάλαμον , ἵνα συντρίψω αὐτούς , ὡς σκεύη κεραμέως .
Τόν νῶτον μου ἔδωκα εἰς μαστίγωσιν , τό δέ πρόσωπόν μου , οὐκ ἀπεστράφη , ἀπό αἰσχύνης ἐμπτυσμάτων ·βήματι Πιλάτου παρέστην , καί Σταυρόν ὑπέμεινα , διά τήν τοῦ κόσμου σωτηρίαν .
Ἀγγέλων Τιμιωτέρα καί Ἁγιωτέρα ὤφθης κυήσασα , τόν αὐτούς ΠΑΡΘΕΝΕ δημιουργήσαντα , ὅθεν ἱκετεύω Σε ΑΓΝΗ , ἁγίασον τόν νοῦν μου , καί τήν καρδίαν φωταγώγησον , νέφη τῶν παθῶν ἐκδιώκουσα .
Πᾶσα ἡ κτίσις ἠλλιοῦτο φόβῳ , θεωροῦσα σε , ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον Χριστέ · ὁ ἥλιος ἐσκοτίζετο , καί γῆς τά θεμέλια συνεταράττετο · τά πάντα συνέπασχον , τῷ τά πάντα κτίσαντι ·ὁ ἑκουσίως δι 'ἡμᾶς ὑπομείνας , Κύριε , δόξα σοι.
Σήμερον σέ θεωροῦσα , ἡ Ἄμεμπτος ΠΑΡΘΕΝΟΣ ἐν Σταυρῷ , Λόγε ἀναρτώμενον , ὀδυρομένη ,μητρῷα σπλάγχνα, ἐτέτρωτο τήν καρδίαν πικρῶς , καί στενάζουσα ὁδυνηρῶς , ἐκ βάθους ψυχῆς , παρειάς σύν θριξί καταξαίνουσα , ὀδυνηρῶς κατετρύχετο · διό καί τό στῆθος τύπτουσα , ἀνέκραζε γοερῶς · οἴμοι !!! θεῖον Τέκνον ! οἴμοι ! φῶς τοῦ κόσμου ! τί ἔδυς ἐξ 'ὀφθαλμῶν μου ὁ Ἀμνός τοῦ Θεοῦ ; ὅθεν αἱ στρατιαί τῶν Ἀσωμάτων , τρόμῳ συνείχοντο λέγουσαι · Ἀκατάληπτε , Κύριε, δόξα σοι.
Ἐπί ξύλου βλέπουσα , κρεμάμενον Χριστέ , σέ τόν πάντων κτίστην καί Θεόν , ἡ σέ ἀσπόρως Τεκοῦσα , ἐβόα πικρῶς · Υἱέ μου , ποῦ τό κάλλος ἔδυ τῆς μορφῆς σου ; οὐ φέρω καθορᾶν σε, ἀδίκως σταυρούμενον · σπεῦσον οὖν ἀνάστηθι , ὅπως ἰδω κἀγώ , σοῦ τήν ἐκ νεκρῶν , τριήμερον ἐξανάστασιν .
Κ ύ ρ ι ε , ἀναβαίνοντος σου ἐν τῷ σταυρῷ , φόβος καί τρόμος ἐπέπεσε τῇ κτίσει · καί τήν γῆν μέν ἐκώλυες , καταπιεῖν τούς σταυροῦντας σε · τῷ δε ᾌδῃ ἐπέτρεπες , ἀναπέμπειν τούς δεσμίους , εἰς ἀναγέννησιν βροτῶν · κριτά , ζώντων καί νεκρῶν , ζωήν ἦλθες παρασχεῖν , καί οὐ θάνατον · Φιλάνθρωπε δόξα σοι.
Ἤδη βάπτεται κάλαμος ἀποφάσεως , παρά κριτῶν ἀδίκων , καί Ἰησοῦς δικάζεται , καί κατακρίνεται σταυρῷ · καί πάσχει ἡ κτίσις , ἐν σταυρῷ καθορῶσα τόν Κύριον · ἀλλά ὁ φύσει σώματος , δι 'ἀμέ πάσχων , ἀγαθέ Κύριε , δόξα σοι .
Σταυρωθέντος σου Χριστέ , ἀνηρέθη ἡ τυραννίς , ἐπατήθη ἡ δύναμις τοῦ ἐχθροῦ · οὔτε γάρ ἄγγελος , οὔτε ἄνθρωπος, ἀλλά αὐτός ὁ Κύριος, ἔσωσας ἡμᾶς δόξα σοι .
Ὡς πρόβατον ἐπί σφαγήν , ἤχθης Χριστέ Βασιλεῦ · καί ὡς ἀμνός ἄκακος , προσηλώθῃς τῷ σταυρῶ , διά τάς ἁμαρτίας ἡμῶν Φιλάνθρωπε .
Τοῖς συλλαβοῦσι σε παρανόμοις , ἀνεχόμενος οὕτως ἐβόας Κύριε · Εἰ καί ἐπατάξατε τόν ποιμένα , καί διεσκορπίσατε τά δώδεκα πρόβατα τούς Μαθητάς μου , ἠδυνάμην πλείους ἤ δώδεκα λεγεῶνας παραστῆσαι ἀγγέλων ·ἀλλά μακροθυμῶ , ἵνα πληρωθῇ , ἅ ἐδήλωσα ὑμῖν διά τῶν προφητῶν μου , ἄδηλα καί κρύφια , Κύριε , δόξα Σοι.
Σήμερον τοῦ Ναοῦ τό καταπέτασμα , εἰς ἔλεγχον ῥήγνυται τῶν παρανόμων ·καί τάς ἰδίας ἀκτῖνας , ὁ ἥλιος κρύπτει , Δεσπότην ὀρῶν σταυρούμενον .
Χαῖρε , τῆς ἀγάπης τῆς διπλῆς , πλάτος ἀδιόριστον ΚΟΡΗ , καί βάθος ἄπειρον , τῆς θείας σαρκώσεως , θεολογίας τε , ὕψος ἀπερινόητον προορισμοῦ θείου , μῆκος προαιώνιον , ΥΠΕΡΑΓΙΑ ΣΕΜΝΗ · χαῖρε , ἀκρωτήριον ὄντως , τῆς καλῆς ἐλπίδος ΠΑΡΘΕΝΕ , τοῖς ὠκεανόν τοῦ βίου πλέουσιν .
Κύριε , κατέκρινάν σε Ἰουδαῖοι θανάτῳ , τήν ζωήν τῶν ἁπάντων ·οἱ τήν Ἐρυθράν θάλασσαν πεζεύσαντες , σταυρῷ σε προσήλωσαν ·καί οἱ ἐκ πέτρας μέλι θηλάσαντες , χολήν σοι προσήνεγκαν ·ἀλλά ἑκών ὑπέμεινας , ἵνα ἡμᾶς ἐλευθερώσῃς τῆς δουλείας τοῦ ἐχθροῦ , Χριστέ ὁ Θεός, δόξα σοι .
Ἑλκόμενος ἐπί σταυροῦ, οὕτως ἐβόας Κύριε · διά ποῖον ἔργον , θέλετέ με σταυρῶσαι Ἰουδαῖοι ; ὅτι τούς παραλύτους ὑμῶν συνέσφιγξα ; ὅτι τούς νεκρούς , ὡς ἐξ 'ὕπνου ἀνέστησα ; Αἱμόῤῥουν ἰασάμην , Χαναναίαν ἠλέησα · διά ποῖον ἔργον θελετέ με φονεῦσαι Ἰουδαῖοι ; ἀλλά ὄψεσθε εἰς ὅν ἐκεντᾶτε , Χριστόν παράνομοι .
Χαῖρε γλυκύ ὄνομα καί πρᾶγμα ΚΟΡΗ ΜΑΡΙΑ · γλώσσης μου ἐντρύφημα , καί ἠδύ μελέτημα τῆς καρδίας μου · ἡ ψυχή μου ἌΧΡΑΝΤΕ , Σοῦ ὁπίσω τρέχουσα , ἐκολλήθη ὅλη ΠΑΝΑΓΝΕ , καί ὥσπερ ἔλαφος , ἐπί τῶν ὑδάτων τοῖς ῥεύμασιν · οὕτῳ πρός Σέ ἐπόθησεν , ὅλος μου ὁ νοῦς καί ἐξέλιπεν · διό δεξιᾷ Σου , εὐσπλάγχνως ἀντιλάβοιτο ΑΓΝΗ , ἐμοῦ καί δόξης προσώπου Σου , καταξιωσάτω με .
Θάμβος ἦν κατιδεῖν , τόν Οὐρανοῦ καί γῆς Ποιητήν , ἐπί Σταυροῦ κρεμάμενον · ἥλιον σκοτισθέντα , τήν ἡμέραν δέ πάλιν , εἰς νύκτα μετελθόντα ·καί τήν γῆν ἐκ τάφων ἀναπέμπουσα , σώματα νεκρῶν · μεθ 'ὧν προσκυνοῦμεν σε · σῶσον ἡμᾶς .
Σήμερον κρεμᾶται ἐπί ξύλου , ὁ ἐν ὕδασι, τήν γῆν κρεμάσας ·
Στέφανον ἐξ 'ἀκανθῶν περιτίθεται , ὁ τῶν Ἀγγέλων Βασιλεύς ·
Ψευδῆ πορφύραν περιβάλλεται , ὁ περιβάλλων τόν οὐρανόν ἐν νεφέλαις ·
Ῥάπισμα κατεδέξατο , ὁ ἐν Ἰορδάνῃ ἐλευθερώσας τόν Ἀδάμ ·
Ἥλοις προσηλώθη , ὁ Νυμφίος τῆς Ἐκκλησίας ·
Λόγχῃ ἐκεντήθη , ὁ Υἱός τῆς ΠΑΡΘΕΝΟΥ · προσκυνοῦμεν σου τά πάθη Χριστέ ·
δεῖξον ἡμῖν , καί τήν ἔνδοξον σου Ἀνάστασιν .
Λαός δυσσεβής καί παράνομος , ἵνα τί μελετᾶ κενά ; ἵνα τί τήν ζωήν τῶν ἁπάντων θανάτῳ κατεδίκασε ; Μέγα θαῦμα ! ὅτι ὁ Κτίστης τοῦ κόσμου , εἰς χεῖρας ἀνόμων παραδίδοται , καί ἐπί ξύλου ὑψοῦται , ὁ Φιλάνθρωπος , ἵνα τούς ἐν ᾌδῃ δεσμώτας ἐλευθερώσῃ κράζοντας · Κύριε , δόξα σοι .
Σήμερον ὁ Δεσπότης τῆς κτίσεως , παρίσταται Πιλάτῳ , καί Σταυρῷ παραδίδοται , ὁ Κτίστης τῶν ἁπάντων , ὡς Ἀμνός προσαγόμενος τῇ ἰδίᾳ βουλήσει · τοῖς ἥλοις προσπήγνυται , καί τήν πλευράν κεντᾶται , καί τῷ σπόγγῳ προσψαύεται , ὁ μάννα ἐπομβρίσας · τάς σιαγόνας ῥαπίζεται , ὁ Λυτρωτής τοῦ κόσμου · καί ὑπό τῶν ἰδίων δούλων ἐμπαίζεται , ὁ Κτίστης τῶν ἁπάντων · Ὤ ! Δεσπότου Φιλανθρωπίας ! ὑπέρ τῶν σταυρούντων παρεκάλει , τόν ἴδιον Πατέρα λέγων · Ἄφες αὐτοῖς τήν ἁμαρτίαν ταύτην · οὐ γάρ οἴδασιν , οἱ ἄνομοι , τί ἀδίκως πράττουσιν .
Φοβερόν καί παράδοξον μυστήριον , σήμερον ὤ! πιστοί ! ἐνεργούμενον καθοῥᾶται · ὁ ἀναφής κρατεῖται · δεσμεῖται ὁ λύων τόν Ἀδάμ τῆς κατάρας ·ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς , ἀδίκως ἐτάζεται · εἱρκτῇ κατακλείεται , ὁ τήν ἄβυσσον κλείσας · Πιλάτῳ παρίσταται , ᾧ τρόμῳ παρίστανται , οὐρανῶν αἱ δυνάμεις · ῥαπίζεται χειρί τοῦ πλάσματος , ὁ Πλάστης · ξὐλῳ κατακρίνεται , ὁ κρίνων ζῶντας καί νεκρούς · τάφῳ κατακλείεται , ὁ καθαιρέτης ᾌδου · ὁ πάντα φέρων συμπαθῶς , καί πάντας σώσας τῆς ἀρᾶς , ἀνεξίκακε Κύριε , δόξα σοι .
Ἐν θλίψεσιν Σέ πλουτοῦμεν ΠΑΡΘΕΝΕ παράκλησιν · ἐν λύπαις ἀνάψυξιν · ἐν πειρασμοῖς παῥαμύθιον · πρόμαχον καί σύμμαχον , καί σωτηρίαν ἑτοίμην καί ἀντίληψιν .
Ὅτε ἐκ τοῦ ξὐλου σε νεκρόν , ὁ Ἀριμαθαίας καθεῖλεν , τήν τῶν ἁπάντων ζωήν , σμύρνῃ καί σινδόνι σε Χριστέ ἐκήδευσε · καί τῷ πόθῳ ἠπείγετο , καρδίᾳ καί χείλει , σῶμα τό ἀκήρατον , σοῦ περιπτύξασθαι · ὅμως συστελλόμενος φόβῳ , χαίρων ἀνεβόα σοι · δόξα τῇ συγκαταβάσει σου φιλάνθρωπε .
Ὅτε ἐν τῷ τάφῳ τῷ καινῷ , ὑπέρ τοῦ παντός κατετέθης , ὁ Λυτρωτής τοῦ παντός , Ἄδης ὁ παγγέλαστος , ἰδών σε ἔπτηξεν · οἱ μοχλοί συνετρίβησαν , ἐθλάσθησαν πύλαι · μνήματα ἠνοίχθησαν , νεκροί ἀνίσταντο · τότε ὁ Ἀδάμ εὐχαρίστως , χαίρων ἀνεβόα σοι · δόξα τῇ συγκαταβάσει σου φιλάνθρωπε .
Ὅτε ἐν τῷ τάφῳ σαρκικῶς θέλων συνεκλείσθης ὁ φύσει , τῇ τῆς θεότητος , μένων ἀπερίγραπτος , καί ἀδιόριστος · τά θανάτου ἀπέκλεισας , ταμεῖα καί ᾌδου ἅπαντα ἐκένωσας , Χριστέ βασίλεια · τότε καί τό Σάββατον τοῦτο , θείας εὐλογίας , καί δόξης , καί τῆς σῆς λαμπρότητος ἠξίωσας .
Ὅτε αἱ Δυνάμεις σε Χριστέ , πλάνον ὑπ 'ἀνόμων ἑώρων , συκοφαντούμενον , ἔφριττον τήν ἄφατον μακροθυμίαν σου · καί τόν λίθον τοῦ μνήματος , χερσί σφραγισθέντα , αἷς σου τήν ἀκήρατον πλευράν ἐλόγχευσαν , ὅμως τῇ ἡμῶν σωτηρἰᾳ , χαίρουσαι ἐβόων σοι · δόξα , τῇ συγκαταβασει σου φιλάνθεωπε .
Σέ τόν ἀναβαλλόμενον , τό φῶς ὥσπερ ἱμάτιον , καθελών Ἰωσήφ ἀπό τοῦ ξύλου σύν Νικοδήμῳ , καί θεωρήσας γυμνόν , ἄταφον , εὐσυμπάθητον θρῆνον ἀναλαβών , ὀδυρόμενος ἔλεγεν · οἴμοι , γλυκύτατε Ἰησοῦ ! ὅν πρό μικροῦ ὁ ἥλιος ἐν Σταυρῷ κρεμάμενον θεασάμενος , ζόφῳ περιεβάλλετο , καί ἡ γῆ τῷ φόβῳ ἐκυμαίνετο ·καί διεῤῥήγνυτο , Ναοῦ τό καταπέτασμα · ἀλλ' ἰδού νῦν βλέπω σε , δι ἐμέ , ἑκουσίως ὑπελθόντα θάνατον · πῶς σε κηδεύσω Θεέ μου ; ἤ πῶς σινδόσιν εἱλήσῳ ; ποίαις χερσί δέ προσψαύσω , τό σόν ἀκήρατον σῶμα ; ἤ ποῖα ᾄσματα μέλψω , τῇ σῇ ἐξόδῳ οἰκτίρμον ; μεγαλύνω τά Πάθη σου , ὑμνολογῶ καί τήν Ταφήν σου , σύν τῇ Ἀναστάσει κραυγάζων, Κύριε , δόξα σοι .
Ὅτε κατῆλθες πρός τόν θάνατον , ἡ ζωή ἡ ἀθάνατος , τότε τόν ᾌδην ἐνέκρωσας τῇ ἀστραπῇ τῆς θεότητος · ὅτε δέ καί τούς τεθνεῶτας ἐκ τῶν καταχθονίων ἀνέστησας , πᾶσαι αἱ δυνάμεις τῶν ἐπουρανίων ἐκραύγαζον · Ζωοδότε Χριστέ ὁ Θεός ἡμῶν , δόξα σοι .
Ἡ Ζωή ἐν τάφῳ κατετέθης Χριστέ , καί Ἀγγέλων στρατιαί ἐξεπλήττοντο, συγκατάβασιν , δοξάζουσιν τήν σήν .
Μεγαλύνομέν σε , Ἰησοῦ Βασιλεῦ , καί τιμῶμεν τήν ταφήν καί τά Πάθη σου , δι'ὧν ἔσωσας ἡμᾶς ἐκ τῆς φθορᾶς .
Ὁ Δεσπότης πάντων, καθορᾶται νεκρός , καί ἐν μνήματι καινῷ κατατίθεται , ὁ κενώσας τά μνημεῖα τῶν νεκρῶν .
Μετά τῶν κακούργων , ὡς κακοῦργος Χριστέ , ἐλογίσθης δικαιῶν ἡμᾶς ἅπαντας , κακουργίας τοῦ ἀρχαίου πτερνιστοῦ .
Ὁ ὡραῖος κάλλει , παρά πάντας βροτούς , ὡς ἀνείδεος βροτός καταφαίνεται , ὁ τήν φύσιν ὡραΐσας τῶν βροτῶν .
Ἰησοῦ γλυκύ μου , καί σωτήριον φῶς , τάφῳ πῶς ἐν σκοτεινῷ , κατακέκρυψαι ; ὤ ἀφάτου καί ἀῤῥήτου ἀνοχῆς .
Ἐπί κατῆλθες , ἵνα σώσῃς Ἀδάμ , καί ἐν γῇ μή εὑρυκώς τοῦτον Δέσποτα , μέχρις ᾌδου κατελήλυθας ζητῶν .
Δακρυῤῥόους θρήνους , ἐπί σέ ἡ ΑΓΝΗ , Μητρικῶς ὦ Ἰησοῦ ἐπιῤῥαίνουσα , ἀνεβόα· πῶς κηδεύσω σε Υἱέ ;
Ὥσπερ λέων Σῶτερ , ἀφυπνώσας σαρκί , ὡς τις σκύμνος ὁ νεκρός ἐξανίσταται , ἀποθέμενος τό γῆρας τῆς σαρκός .
Προσκυνῶ τό Πάθος , ἀνυμνῶ τήν Ταφήν , μεγαλύνω σου τό κράτος φιλάνθρωπε , δι 'ὧν λέλυμαι παθῶν φθοροποιῶν .
Ἡ Ἀμνάς τόν Ἄρνα , βλέπουσα ἐν σφαγῇ , ταῖς αἰκίσι βαλλομένη ἠλάλαζε , συγκοινοῦσα , καί τό ποίμνιον βοᾶν .
Οἴμοι φῶς τοῦ κόσμου , οἴμοι φῶς τό ἐμόν ! Ἰησοῦ μου ποθεινότατε ἔκραζεν ·ἡ ΠΑΡΘΕΝΟΣ θρηνοδοῦσα Μητρικῶς.
Ὤ Θεέ καί Λόγε , ὤ χαρά ἡ ἐμή , πῶς ἐνέγκω σου ταφήν τήν τριήμερον ; νῦν σπαράττομαι τά σπλάγχνα Μητρικῶς .
Τίς μοι δώσει ὕδωρ καί δακρύων πηγάς , ἡ ΘΕΟΝΥΜΦΟΣ ΠΑΡΘΕΝΟΣ ,ἐκραύγαζεν ,ἵνα κλαύσω τόν γλυκύ μου Ἰησοῦν
Πότε ἴδω Σῶτερ , σέ τό ἄχρονον φῶς , τήν χαράν καί ἠδονήν τῆς καρδίας μου , ἡ ΠΑΡΘΕΝΟΣ ἀνεβόα γοερῶς .
Μακαρίζομέν Σε ΘΕΟΤΟΚΕ ΑΓΝΗ , καί τιμῶμεν τήν Ταφήν τήν τριήμερον , τοῦ Υἱοῦ Σου καί Θεοῦ ἡμῶν .
Ἔφριξεν ἡ γῆ , καί ὁ ἤλιος Σῶτερ ἐκρύβη , σοῦ τοῦ ἀνεσπέρου φέγγους Χριστέ , δύναντος ἐν τάφῳ σωματικῶς .
Μόνη γυναικῶν , χωρίς πόνων ἐτεκόν σε Τέκνον , πόνους δέ νῦν φέρω πάθει τῷ σῷ , ἀφορήτους ἔλεγεν ἡ ΣΕΜΝΗ .
Ἵνα τῶν βροτῶν , καινουργήσω συντριβεῖσαν φύσιν , πέπληγμαι θανάτῳ θέλων σαρκί , Μῆτερ οὖν μή κόπτου τοῖς ὀδυρμοῖς .
Σπένδει σε χοάς , ἡ τεκοῦσα σε Χριστέ δακρύων , σαρκικῶς κατατεθέντι ἐν μνήματι , ἐκβοῶσα · Τέκνον ἀνάστα ὡς προέφης .
Ἥλοις σε Σταυρῷ , πεπαρμένον ἡ σή Μήτηρ Λόγε , βλέψασα τοῖς ἥλοις , λύπης πικρᾶς , βέβληται καί βέλεσι τήν καρδίαν .
Σέ τόν τοῦ παντός , γλυκασμόν ἡ Μήτηρ καθορῶσα , πόμα ποτιζόμενον τό πικρόν , δάκρυσι τάς ὄψεις βρέχει πικρῶς .
Τέτρωμαι δεινῶς , καί σπαράττομαι τά σπλάγχνα Λόγε , βλέπουσα τήν ἄδικόν σου σφαγήν , ἔλεγεν ἡ ΠΑΝΑΓΝΟΣ ἐν κλαυθμῷ .
Δύνεις ὑπό γῆν , Σῶτερ , Ἥλιε Δικαιοσύνης , ὅθεν ἡ Τεκοῦσα Σελήνη σε , ταῖς λύπαις ἐκλείπει , σῆς θέας στερουμένη .
Ἴδε Μαθητήν , ὅν ἠγάπησας καί σήν Μητέρα , Τέκνον , καί φθογγήν δός γλυκύτατον , ἔκραζε δακρύουσα ἡ ΑΓΝΗ .
Ὥσπερ πελεκάν , τετρωμένος τήν πλευράν σου Λόγε , σούς θανέντας παῖδας ἐζώωσας , ἐπιστάξας ζωτικούς αὐτοῖς κρουνούς .
Οἴμοι ! ὦ Υἱέ ! ἡ ΑΠΕΙΡΑΝΔΡΟΣ θρηνεῖ καί λέγει , ὅν ὡς Βασιλέα γάρ ἤλπιζον , κατάκριτον νῦν βλέπω ἐν Σταυρῷ .
Ταῦτα Γαβριήλ , μοί ἀπήγγειλεν ὅτε κατέπτη , ὅς τήν Βασιλείαν αἰώνιον , ἔφη τοῦ Υἱοῦ μου Ἰησοῦ .
Φεῦ ! τοῦ Συμεών , ἐκτετέλεσται ἡ προφητεία , ἡ γάρ σή ῥομφαία διέδραμε , τήν ἐμήν καρδίαν Ἐμμανουήλ .
Ἔκλαιε πικρῶς , ἡ ΠΑΝΑΜΩΜΟΣ ΜΉΤΗΡ σου Λόγε , ὅτε ἐν τῷ τάφῳ ἑώρακεν , σέ τόν ἄφραστον καί ἄναρχον Θεόν .
Νέκρωσιν τήν σήν , ἡ ΠΑΝΑΦΘΟΡΟΣ Χριστέ σου Μήτηρ , βλέπουσα πικρῶς σοι ἐφθέγγετο , μή βραδύνῃς ἡ ζωή ἐν τοῖς νεκροῖς .
Πρίν τόν τῆς Ῥαχήλ , υἱόν ἔκλαυσεν ἅπας κατ 'οἶκον · νῦν τόν τῆς ΠΑΡΘΕΝΟΥ ἐκόψατο , Μαθητῶν χορεία σύν τῇ Μητρί .
Ὕμνοις σου Χριστέ , νῦν τήν Σταύρωσιν καί τήν Ταφήν τε , ἅπαντες πιστοί ἐκθειάζομεν , οἱ θανάτου λυτρωθέντες, σῇ ταφῇ .
Τέξασα ζωήν , ΠΑΝΑΜΩΜΗΤΕ ΑΓΝΗ ΠΑΡΘΕΝΕ , παῦσον Ἐκκλησίας τά σκάνδαλα , καί βράβευσον εἰρήνην , ὡς ἈΓΑΘΗ .
Αἱ γενεαί αἱ πᾶσαι , ὕμνον τῇ Ταφῆ σου , προσφέρουσι Χριστέ μου .
Μυροφόροι ἦλθον , μύρα σου Χριστέ μου , κομίζουσαι προφρόνως .
Δεῦρο πᾶσα κτίσις , ὕμνους ἐξοδίους , προσοίσωμεν τῷ κτίστῃ .
Οὕς ἔθρεψε τό μάννα , ἐκίνησαν τήν πτέρναν , κατά τοῦ Εὐεργέτου .
Οὕς ἔθρεψε τό μάννα , φέρουσι τῷ Σωτῆρι , χολήν ἅμα καί ὄξος .
Ὕπτιον ὀρῶσα , ἡ ΠΑΝΑΓΝΟΣ σε Λόγε , Μητροπρεπῶς ἐθρήνει .
Ὤ γλυκύ μου ἔαρ ! γλυκύτατον μου Τέκνον , ποῦ ἔδυ σου τό κάλλος ;
Θρῆνον συνεκίνει , ἡ ΠΑΝΑΓΝΟΣ σου Μήτηρ , Σοῦ Λόγε κενωθέντος .
Πεπλάνηται ὁ πλάνος , ὁ πλανηθείς λυτροῦται , σοφίᾳ σῇ Χριστέ μου .
Υἱέ Θεοῦ Παντάναξ , Θεέ μου Πλαστουργέ μου , πῶς Πᾶθος κατεδέξω ;
Ἡ Δάμαλις τόν Μόσχον , ἐν Ξύλῳ κρεμασθέντα , ἠλάλαζε βοῶσα .
Ἀνέκραζεν ἡ ΚΟΡΗ , θερμῶς δακρυῤῥοοῦσα , τά σπλάγχνα κεντουμένη .
Ὦ ! φῶς τῶν ὀφθαλμῶν μου ! γλυκύτατον μου Τέκνον , πῶς τάφῳ νῦν καλύπτῃ ;
Τόν Ἀδάμ καί Εὔαν , ἐλευθερῶσαι Μῆτερ , μή θρήνει , ταῦτα πάσχω .
Δοξάζω σου Υἱέ μου , τήν ἄκραν εὐσπλαγχνίαν , ἧς χάριν ταῦτα πάσχεις .
Ἱκρίῳ προσεάγης , ὁ πάλαι τόν λαόν σου , στύλῳ νεφέλης σκέπων .
Ἀνάστα Ζωοδότα , ἡ σέ Τεκοῦσα ΜΗΤΗΡ , δακρυῤῥοοῦσα λέγει .
Σπεῦσον ἐξαναστῆναι , τήν λύπην λύων Λόγε , τῆς σέ Ἁγνῶς Τεκούσης .
Τούς πόθῳ τε καί φόβῳ , τά πάθη σου τιμῶσιν , δίδου πταισμάτων λύσιν .
Φέρων πάλαι φεύγει , Σῶτερ Ἰωσήφ σε , καί νῦν σε ἄλλος θάπτει .
Κλαίει και θρηνεῖ σε , ἡ ΠΑΝΑΓΝΟΣ σου Μήτηρ , Σῶτερ μου νεκρωθέντα .
Ἔῤῥανον τόν Τάφον , αἱ Μυροφόροι μύρα , λίαν πρωΐ ἐλθοῦσαι .
Εἰρήνην Ἐκκλησίᾳ , λαῷ σου σωτηρίαν , δώρησαι σῇ ἐγέρσει .
Ὤ ! Τριάς Ἁγία , Πάτερ Υἱέ καί Πνεῦμα, ἐλέησον τόν κόσμον .
Ἰδεῖν τήν ττοῦ Υἱοῦ Σου , Ἀνάστασιν ΠΑΡΘΕΝΕ , ἀξίωσον σούς δούλους .
Τῶν Ἀγγέλων ὁ δῆμος , κατεπλάγη ὁρῶν σε , ἐν νεκροῖς λογισθέντα , τοῦ θανάτου δέ Σωτήρ , τήν ἰσχύν καθελόντα , καί σύν ἑαυτῷ , τόν Ἀδάμ ἀναστήσαντα , καί ἐξ ' ᾍδου πάντας ἐλευθερώσαντα .
Ζωοδότην Τεκοῦσα , ἐλυτρώσω ΠΑΡΘΕΝΕ , τόν Ἀδάμ ἁμαρτίαςς · χαρμονήν δέ τῇ Εὔᾳ , ἀντί λύπης παρέσχες, ῥεύσαντα ζωήν , ἴθυνε πρός ταύτην δε , ὁ ἐκ Σοῦ σαρκωθείς Θεός καί ἄνθρωπος .
Κύματι θαλάσσης , τόν κρύψαντα πάλαι , διώκτην τύραννον , ὑπό γῆς ἔκρυψαν τῶν σεσωσμένων οἱ παῖδες , ἀλλ ' ἡμεῖς ὡς αἱ νεάνιδες , τῷ Κυρίῳ ἄσῳμεν · ἐνδόξως γάρ δεδόξασται .
Κύριε Θεέ μου , ἐξόδιον ὔμνον , καί ἐπιτάφιον , ᾠδήν σοι ᾄσομαι , τῷ τῇ ταφῇ σου ζωῆς μοι , τάς εἰσόδους διανοίξαντι , καί θανάτῳ θάνατον , καί ᾍδην θανατώσαντι .
Ἄνω σε ἐν θρόνῳ , καί κάτω ἐν τάφῳ , τά ὑπερκόσμια , καί ὑποχθόνια , κατανοοῦντα Σωτήρ μου , ἐδονεῖτο τῇ νεκρώσει σου , ὑπέρ νοῦν ὡράθης γάρ , νεκρός ζωαρχικώτατος .
Σύμβολα τῆς ταφῆς σου , παρέδειξας τάς ὀράσεις πληθύνας , νῦν δέ τά κρύφιά σου , θενδρικῶς διετράνωσας · καί τοῖς ἐν ᾌδῃ Δέσποτα , οὐκ ἔστιν ἄγιος , πλήν σου Κύριε , κραυγάζουσν .
Ἥπλωσας παλάμας, καί ἤνωσας τά πρίν διεστῶτα , καταστολῇ δέ Σῶτερ , τῇ ἐν σινδόνι καί μνήματι , πεπεδημένους ἔλυσας · οὐκ ἔστιν Ἅγιος , πλήν σου , Κύριε , κραυγάζοντας .
Τόν Τάφον σου Σωτήρ , στρατιῶται τηροῦντες , νεκροί τῇ ἀσταρπῇ τοῦ ὀφθέντος Ἀγγέλου , ἐγένοντο κηρύττοντος, γυναιξί τήν Ἀνάστασην , σέ δοξάζομεν τόν τῆς φθοράν καθαιρέτην · σοί προσπίπτομεν τῶ ἀναστάντι ἐκ τάφου , καί μόνῳ Θεῷ ἡμῶν .
Διά θανάτου τό θνητόν , διά ταφῆς τό φθαρτόν μεταβάλλεις ·ἀφθαρτίζεις γάρ θεοπρεπέστατα , ἀπαθανατίζων τό πρόσλημμα · ἡ γάρ σάρξ σου διαφθοράν οὐκ εἶδε Δέσποτα , οὐδέ ἡ ψυχή σου , εἰς ᾍδου , ξενοπρεπῶς ἐγκαταλέλειπται .
Ἐξ Ἀλοχεύτου προελθών , καί λογχευθείς τήν πλευράν Πλαστουργέ μου , ἐξ 'αὐτῆς εἰργάσῳ τήν ἀνάπλασιν , τήν τῆς Εὔας Ἀδάμ γενόμενος , ἀφυπνώσας ὑπερφυῶς , ὕπνον φυσίζωον , καί τῆς φθορᾶς ὡς παντοδύναμος .
Τήν ἄβυσσον ὁ κλείσας , νεκρός ὁρᾶται · καί σμύρνῃ καί σινδόνι ἐνειλημμένος , ἐν μνημείῳ κατατίθεται , ὡς θνητός ὁ ἀθάνατος · Γυναῖκες δέ αὐτόν ἦλθον μυρίσαι , κλαίουσαι πικρῶς καί ἐκβοῶσαι · τοῦτο Σάββατον ἔστι τό ὑπερευλογημένον , ἐν ᾦ Χριστός ἀφυπνώσας , ἀναστήσεται τριήμερος .
Ὄλβιος Τάφος ! ἐν ἑαυτῷ δεξάμενος , ὡς ὑπνοῦντα τόν Δημιουργόν , ζωῆς θησαυρός , θεῖος ἀναδέδεικται , εἰς σωτηρίαν ἡμῶν τῶν μελωδούντων · Λυτρωτά , ὁ Θεός εὐλογητός εἶ .
Μία ὑπῆρχεν , ἡ ἐν τῷ ᾌδῃ ἀχώριστος , καί ἐν τῷ τάφῳ , καί ἐν τῇ Ἐδέμ , Θεότης Χριστοῦ , σύν Πατρί καί Πνεύματι , εἰς σωτηρίαν , ἡμῶν τῶν μελωδούντων · Λυτρωτά , ὁ Θεός εὐλογητός εἶ .
Ἔκστηθι φρίττων οὐρανέ , καί σαλευθήτωσαν τά θεμέλια τῆς γῆς ` ἰδού γάρ ἐν νεκροῖς λογίζεται , ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν , καί τάφῳ σμικρῷ ξενοδοχεῖται · ὅν Παῖδες εὐλογεῖτε , ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε , λαός ὑπερυψοῦτε , εἰς πάντας τούς αἰῶνας .
Ὤ ! τῶν θαυμάτων τῶν καινῶν ! ὤ ἀγαθότητος ! ὤ ! ἀφράστου ἀνοχῆς ! ἑκών γάρ ὑπό γῆς σφραγίζεται , ὁ ἐν ὑψίστοις οἰκῶν , καί πλάνος Θεός συκοφαντεῖται · ὅ Παῖδες εὐλογεῖτε , Ἱερεῖς ἀνυμνεῖτε , λαός ὑπερυψοῦτε εἰς πάντας τούς αἰῶνας .
Μή ἐποδύρου μου ΜΗΤΕΡ , καθορῶσα ἐν τάφῳ , ὅν ἐν γαστρί ἄνευ σπορᾶς , συνέλαβες Υἱόν ·ἀναστήσομαι γάρ καί δοξασθήσομαι , καί ὑψώσω ἐν δόξῃ , ἀπαύστως ὡς Θεός , τούς ἐν πίστει καί πόθῳ Σέ μεγαλύνοντας .
Ἐπί τῷ ξένῳ σου τόκῳ , τάς ὀδύνας φυγοῦσα , ὑπερφυῶς ἐμακαρίσθην , ἄναρχε Υἱέ · νῦν δέ σε Θεέ μου , ἄπνουν ὀρῶσα νεκρόν , τῇ ῥομαίᾳ τῆς λύπης , σπαράτομαι δεινῶς · ἀλλά ἀνάστηθι , ὅπως μεγαλυνθήσομαι .
Σήμερον συνέχει τάφος , τόν συνέχοντα παλάμῃ τήν κτίσιν · καλύπτει λίθος , τόν καλύψαντα ἀρετῇ ,τούς οὐρανούς · ὑπνοῖ ἡ ζωή , καί ᾌδης τρέμει , καί Ἀδάμ τῶν δεσμῶν ἀπολύεται · δόξα τῇ σῇ οἰκονομίᾳ , δι' ἧς τελέσας πάντα σαββατισμόν αἰώνιον , ἐδωρήσω ἡμῖν , τήν παναγίαν ἐκ νεκρῶν σου Ἀνάστασιν .
Ἠτήσατο Ἰωσήφ , τό Σῶμα τοῦ Ἰησοῦ , καί ἀπέθετο , ἐν τῷ καινῷ αὐτοῦ μνημείῳ · ἔδει γάρ αὐτόν ἐκ τάφου , ὡς ἐκ παστάδος προελθεῖν · ὁ συντρίψας κράτος θανάτου , καί ἀνοίξας πύλας παραδείσου ἀνθρώποις δόξα σοι.
Τήν σήμερον μυστικῶς , ὁ μέγας Μωϋσῆς , προδιετυποῦτο λέγων · καί εὐλόγησεν ὁ Θεός, τήν ἡμέραν τήν ἁβδόμην · τοῦτο γάρ ἐστίν , τό ὑπερευλογημένο Σάββατον · αὕτη ἐστίν ἡ τῆς καταπαύσεως ἡμέρα , ἐν ᾗ κατέπαυσεν ἀπό πάντων τῶν ἔργων αὐτοῦ , ὁ Μονογενής Λόγος τοῦ Θεοῦ , διά τῆς κατά θάνατον οἰκονομίας , τῇ σαρκί σαββατίσας · καί εἰς ὅ ἦν , πάλιν ἐπανελθών , διά τῆς Ἀναστάσεως ἐδωρήσατο ἡμῖν , ζωήν τήν αἰώνιον , ὡς μόνος ἀγαθός καί φιλάνθρωπος .
Σήμερον ᾍδης στένων βοᾷ · συνέφερέ μοι , εἰ τόν ἐκ Μαρίας γεννηθέντα , μή ὑπεδεξάμην · ἐλθών γάρ ἐπ 'ἐμέ , τό κράτος μου ἔλυσε · πύλας χαλκᾶς συνέτριψε · ψυχάς ἅς κατεῖχον τό πρίν , Θεός ὤν ἀνέστησε · Δόξα Κύριε , τῷ Σταυρῷ σου , καί τῇ Ἀναστάσει σου .
Σήμερον ὁ ᾍδης , στένων βοᾷ · κατελύθη μου ἡ ἐξουσία · ἐδεξάμην θνητόν , ὥσπερ ἕνα τῶν θανόντων · τοῦτον δέ κατέχειν ὅλως οὐκ ἰσχύω · ἀλλά ἀπολῶ μετά τούτου , ὧν ἐβασίλευον · ἐγώ εἶχον τούς νεκρούς τούς ἀπ 'αἰῶνος , ἀλλά οὗτος ἰδού πάντας ἐγείρει · Δόξα Κύριε , τῷ Σταυρῷ σου , καί τῇ Ἀναστάσει σου.
Σήμερον ὁ ᾌδης στένων βοᾷ ·κατεπόθη μου τό κράτος · ὁ Ποιμήν ἐσταυρώθη , καί τόν Ἀδάμ ἀνέστησεν · ὧν περ ἐβασίλευον ἐστέρημαι , καί οὕς κατέπιον ἰσχύσας , πάντας ἐξήμεσα · ἐκένωσε τούς τάφους ὁ σταυρωθείς · οὐκ ἰσχύει τό κράτος τοῦ θανάτου · δόξα Κύριε , τῷ Σταυρῷ σου , καί τῇ Ἀναστάσει σου .
Τήν παγκόσμιον δόξαν , τήν ἐξ 'ἀνθρώπων σπαρεῖσαν , καί τόν Δεσπότην Τεκοῦσαν , τήν ἐπουράνιον Πύλην , ὑμνήσωμεν ΜΑΡΙΑΝ τήν ΠΑΡΘΕΝΟΝ , τῶν Ἀσωμάτων τό ᾇσμα, καί τῶν πιστῶν τό ἐγκαλλώπισμα ·Αὕτη γάρ ἀνεδείχθη , οὐρανός καί Ναός τῆς θεότητος , Αὕτη τό μεσότοιχον τῆς ἔχθρας καθελοῦσα , εἰρήνην ἀντεισῆξε , καί τό Βασίλειον ἠνέῳξε ·Ταύτην οὖν κατέχοντες , τῆς πίστεως τήν ἄγκυραν , ὑπέρμαχον ἔχομεν , τόν ἐξ 'Αὐτῆς τεχθέντα Κύριον · θαρσεῖτω τοίνυν , θαρσείτῳ λαός τοῦ Θεοῦ · καί γάρ αὐτός πολεμήσει τούς ἐχθρούς , ὡς παντοδύναμος .
Ναός καί Πύλη , καί Λυχνία , Κιβωτός καί καταπέτασμα , καί Ῥάβδος καί Σκηνή , Γῆ Ἁγία, Θεία Τράπεζα , καί Γέφυρα καί Κλῖμαξ , Θρόνος , Παστάς , Παλάτιον , τοῦ Θεοῦ ὤφθης ΚΟΡΗ .
Στάμνον Σε Χρυσῆν , καί Λυχνίαν , Τράπεζαν καί Ῥάβδον , Θεῖον Ὄρος, καί Νεφέλη , Παλάτιον τοῦ Βασιλέως , καί Θρόνον πυρίμορφον ΘΕΟΤΟΚΕ , πάντες πιστοί ὀνομάζομεν , τήν μετά τόκον , ΠΑΡΘΕΝΟΝ φυλαχθεῖσαν .
Χαῖρε ἁπάντων ἐπίλογε , τῶν λόγων ΚΟΡΗ ΣΕΜΝΗ , πάσης Βίβλου τελείωσις , παλαιᾶς τε καί νέας τε , μελωδῶν τό συμπέρασμα , στοιχεῖον πάντων , γραμμάτων κρύφιον , Ἄλφα Ὡμέγα , ἀρχή καί τέλος τε , μετά τόν τόκον Σου Σύ ὑπάρχεις ΔΕΣΠΟΙΝΑ , ὅθεν δυνάμει τῇ Σῇ , δυνάμει τά ᾄσματα , ταῦτα τετέλεσται .
Ὕμνον Σοι τελευταῖον , πρῶτον τε καί μέσον , τοῦ Ἀρχαγγέλου τό χαῖρε προσφέρω ΣΕΜΝΗ · Σοί γάρ κατάλληλον ἄλλον εὑρεῖν οὐ δύναμαι .
Τελειώνουμε
τό πρῶτο βῆμα, χάριτι καί εὐλογία τῆς ΜΗΤΕΡΑΣ τοῦ φωτός, , καί σάν Μητέρα
τοῦ Φωτός, στό ἑπόμενο θα ἀκούσομεν ...Δεῦτε λάβετε Φῶς , ἐκ τοῦ ἀνασπέρου
φωτός, καί τῆς ΜΗΤΡΟΣ τοῦ φωτός, καί δοξάσωμεν Χριστόν , τόν προελθόντα ἐκ
ΠΑΡΘΕΝΙΚΗΣ γαστρός, ..
' Ἀνάψωμεν τήν λαμπάδα τῆς ψυχῆς , καί νήφωμεν ἴνα διατηρεῖται ἀκοίμητο τό φῶς τοῦ Χριστοῦ , τό φωτίζον καί ἁγιάζον , πάντα ἄνθρωπον εἰς τόν κόσμον ἐρχόμενον .
Ἡ Πύλη τῆς θείας ἀνατολῆς , λάμψει ἡμῖν τήν θείαν αὐγήν , καί φωτίζει τά αἰσθητήρια, ἵνα μή ὑπνώσωμεν ἐν ἁμαρτίαις εἰς θάνατον .
Χριστός ἀνέστη..
εὐλογεῖτε..
π.ἀπ.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου