ΑΓΙΑ ΓΡΑΦΗ
Α΄
Από την Χάρη και την Αγάπη του Θεού υπάρχει ο κόσμος και ο άνθρωπος. Από άπειρη αγάπη για τον άνθρωπο ο Χριστός ήλθε «εις τα ίδια», «διά την ημετέραν σωτηρίαν», όπως πιστεύουμε και ομολογούμε στο Σύμβολο της Πίστεως. Απεκαλύφθη στον κόσμο και στον άνθρωπο ο Θεός «έργοις και λόγοις». «Έργοις» μεν γενόμενος άνθρωπος και πολλά και θαυμαστά για μας ποιών. «Λόγοις» δε, με την Θείαν Του διδασκαλία και εντολές τις οποίες μας άφησε.
Κωδικοποιώντας όλα αυτά η Αγία μας Εκκλησία ομιλεί για την Θείαν Αποκάλυψη η οποία μας παραδόθηκε από τους ιερούς συγγραφείς, Προφήτες, Αποστόλους και Πατέρες της Εκκλησίας μας. Την Θείαν αυτή και Ιερά Αποκάλυψη την συναντούμε σε δύο μορφές στη ζωή της Εκκλησίας. Ως Αγία Γραφή και ως Ιερά Παράδοση.
Η Αγία Γραφή, το πρώτο μέρος της Θείας και Ιεράς Αποκαλύψεως, περιέχει όλα τα ιερά και Θεόπνευστα κείμενα τα οποία εγράφησαν από τους ιερούς Προφήτες προ Χριστού και από τους Ευαγγελιστές και Αποστόλους μετά Χριστόν και αποτελείται συνολικά 76 βιβλία.
Αυτά τα βιβλία αποτελούν την Αγία Γραφή.
Από την Αγία Γραφή, τα πρώτα 49 βιβλία απαρτίζουν την Παλαιά Διαθήκη.
Ολόκληρος η ζωή και η διδασκαλία του Κυρίου μας, καθώς και η δράση και διδασκαλία των Αποστόλων περιέχεται στα 27 βιβλία τα οποία απαρτίζουν το δεύτερο μέρος της Αγίας Γραφής την γνωστή ως Καινή Διαθήκη.
Το δεύτερο μέρος της Θείας Αποκαλύψεως, η Ιερά Παράδοση, περιλαμβάνει όλα τα ιερά κείμενα των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας και τις Συνοδικές αποφάσεις, οι οποίοι ζώντες εν Χριστώ, επεξήγησαν, ερμήνευσαν και διασάφησαν πάσαν την αλήθειαν διά του Αγίου Πνεύματος. Αυτή είναι η «παραδοθείσα πίστις» για την οποία ομιλεί ο Απόστολος Ιούδας στην Καθολική του επιστολή, αυτή είναι «η παρακαταθήκη» για την οποίαν διδάσκει ο Απ. Παύλος τον Τιμόθεον στην Α΄ επιστολήν του προς αυτόν (στ΄ 20).
Η Εκκλησία μας για αρκετά χρόνια έζησε με αυτήν ακριβώς την προφορική διδασκαλία των Αποστόλων και των Πατέρων. Με την Ιερά Παράδοση.
Η Καινή Διαθήκη, Ευαγγέλια, Πράξεις, Επιστολές, ως συγκροτημένο βιβλίο εμφανίστηκε αρκετά αργότερα όταν συγκροτήθηκε ο ονομαστός «Κανόνας της Αγίας Γραφής», όπως θα δούμε στη συνέχεια.
Αγία Γραφή και Ιερά Παράδοσις είναι ισόκυρες και ισοδύναμες. Δεν χωρίζονται και δεν αυτονομούνται. Η μια συμπληρώνει την άλλη και στο σύνολό τους βρίσκουμε πάσαν την αλήθειαν.
Με δυο σύντομα παραδείγματα (χωρίς καμιά διάθεση αποδεικτικής ή απολογητική) μπορούμε να διαπιστώσουμε εύκολα πόσο σοφά η Εκκλησία μας θεωρεί αναπόσπαστα και αλληλένδετα κομμάτια την Αγία Γραφή και την Ιερά Παράδοση και ότι το ένα δεν μπορεί να υπάρξει χωρίς το άλλο.
Το πρώτο είναι μέσα από την Καινή Διαθήκη και συγκεκριμένα από το Η΄ κεφάλαιο των Πράξεων όπου Άγγελος Κυρίου λέγει στον Φίλιππο να μεταβεί σε κάποιο δρόμο προς συνάντηση κάποιου. Πράγματι ο Απόστολος μεταβαίνει και συναντάει την συνοδεία του ευνούχου και οικονομικού διαχειριστή της Βασίλισσας Κανδάκης της Αιθιοπίας ο οποίος επέστρεφε, στη χώρα του, από ταξίδι που έκανε στα Ιεροσόλυμα για να προσκυνήσει. Πλησιάζοντας λοιπόν το άρμα του Αιθίοπα τον άκουσε να διαβάζει το βιβλίο του προφήτη Ησαϊα. Και τότε ο Φίλιππος τον ερωτά: «άρα γε γινώσκεις α αναγινώσκεις;». Αυτό είναι το κλειδί στην Εκκλησία. Αναγιγνώσκουμε, διαβάζουμε, αλλά για να γνωρίσουμε, για να κατανοήσουμε χρειάζεται θείος φωτισμός. Απαιτείται Πνεύμα Θεού. Και για να είμαστε σίγουροι ότι οδηγούμαστε σωστά λαμβάνουμε την διδασκαλία των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας μας οι οποίοι έχοντας φωτισμό Θεού και υπό του Αγίου Πνεύματος αγόμενοι, διασαφήνισαν και επεξήγησαν ασφαλώς τα θεία και ιερά διδάγματα και είναι δρόμος πιστός και ασφαλής για μας.
Το δεύτερο παράδειγμα το αντλούμε από τον Προτεσταντισμό και τις διάφορες αιρέσεις. Απέρριψαν το δεύτερο μέρος της Ιεράς Αποκαλύψεως, την Ιερά Παράδοση, και έχοντας μόνο την Αγία Γραφή εύκολα προχώρησαν σε εξηγήσεις, ερμηνείες, γνώμες και αναθεωρήσεις καθαρά ανθρώπινες. Έτσι χάθηκε το Θείο και Ιερόν και έμεινε η «βίβλος» ως κώδικας ηθικός μόνο, όπου μπορεί ο καθένας να προσθέτει τη δική του διδασκαλία, τη δική του γνώμη και η Εκκλησία εκπίπτει και μετατρέπεται σε σωματείο με καθαρά ανθρώπινη αποστολή.
Σωστό είναι να έχουμε πάντα κατά νου ότι η Ιερά Αποκάλυψη (Αγία Γραφή και Ιερά Παράδοση) είναι κτήμα και δημιούργημα της Εκκλησίας. Και μόνο η Εκκλησία έχει την αυθεντία της σωστής ερμηνείας και διδασκαλίας πάντα εντός της Εκκλησίας. Κάθε ερμηνεία εκτός Εκκλησίας και επιλεκτική αποδοχή μέρους της Θείας Αποκαλύψεως οδηγεί εκτός Εκκλησίας.
Σημαντικό επίσης είναι να γνωρίζουμε τον λεγόμενο «Κανόνα» της Αγίας Γραφής. Η Εκκλησία με Συνοδικές Αποφάσεις καθόρισε τα Ιερά και Θεόπνευστα Βιβλία τα οποία ως ωφέλιμα και αναγκαία για την πνευματική πορεία του πιστού, απαρτίζουν αδιαίρετα την Αγία Γραφή. Έτσι ολοκληρώνεται ο Κανόνας της Αγίας Γραφής το 692 με την Πενθέκτη Οικουμενική Σύνοδο όπου κλείνει ο Κανόνας με την συμπερίληψη των 49 βιβλίων της Παλαιάς Διαθήκης και των 27 της Καινής. Μέλημα των Θείων Πατέρων ήταν να απαρτίσουν τον Κανόνα με βιβλία τα οποία η Εκκλησία θεώρησε ότι περιέχουν ανόθευτη και καθαρή την Θείαν Αποκάλυψη και διδασκαλία και για τον λόγο αυτόν αποκλείστηκαν βιβλία τα οποία ήδη ήταν λίγο ή περισσότερο γνωστά τα οποία όμως ήταν είτε φανταστικά, είτε περιείχαν στοιχεία μη γνήσια και κατά κάποιο τρόπο νόθευαν το γνήσιο και καθαρό περιεχόμενο της Θείας Αποκαλύψεως.
Τα βιβλία δηλαδή τα οποία δέχτηκε η Εκκλησία και περιέλαβε στον Κανόνα είχαν ως κύριο γνώρισμα όχι την ιστορική απλά αναδρομή και την προσωπική σφραγίδα του συγγραφέα αλλά την αποκαλυπτόμενη αλήθεια. Γιαυτό αποκλείστηκαν πολλά βιβλία τα οποία ονομάσθηκαν ψευδεπίγραφα ή απόκρυφα επειδή ακριβώς νόθευαν και παραποιούσαν την Θεία Αποκάλυψη.
Ο Κανόνας της Αγίας Γραφής, έκλεισε, ολοκληρώθηκε όπως προανεφέρθη και καμία προσθήκη ή αλλαγή δεν μπορεί να γίνει. Και αν δηλαδή ακόμη σήμερα βρεθεί ένα Ευαγγέλιο το οποίο να θεωρείται γνήσιο ή μία επιστολή π.χ. του Αποστόλου Παύλου ή κάποιου άλλου Αποστόλου, όσο κιαν θεωρηθεί γνήσια, από τους ιστορικούς, δεν μπορεί να συμπεριληφθεί στα ήδη γνωστά βιβλία της Καινής Διαθήκης.
Στα επόμενα φυλλάδια, θα γίνει μια σύντομη αναφορά στο περιεχόμενο των βιβλίων της Αγίας Γραφής, ξεκινώντας από την Παλαιά Διαθήκη.
Διαθήκη σημαίνει συμφωνία. Συνθήκη και Συμφωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων.
Παλαιά Διαθήκη είναι η πρώτη συμφωνία μεταξύ Θεού και ανθρώπων. Αποτελούμενη συνολικά από 49 βιβλία περιλαμβάνει την εποχή από την δημιουργία του κόσμου, όπως εξιστορείται στο πρώτο βιβλίο, στη Γέννεση, και καλύπτει όλη την πορεία την ανθρωπότητος, δια της ιστορήσεως του Ισραηλιτικού λαού, ως εκλεγμένου υπό του Θεού.
Η Παλαιά Διαθήκη καλύπτει την προ Χριστού εποχή.
Ο Κύριός μας Ιησούς Χριστός στην επί του Όρους ομιλία Του λέει: «ουκ ηλθον καταλύσαι τον νόμον ή τους προφήτας αλλά πληρώσαι…» ( Ματθ. ε΄ 17). Έχουσα τούτον τον Κυριακόν Λόγον, η Εκκλησία μας, θεμέλιον και οδηγό και αντλώντας πάμπολλα παραδείγματα από την διδασκαλία του Χριστού και τα διδάγματα των Αποστόλων, παρέλαβε εξ αρχής και καθιέρωσε την Παλαιά Διαθήκη ως αναπόσπαστο κομμάτι της λατρευτικής ζωής. Μέσω της Παλαιάς Διαθήκης κατανοούμε το Μυστήριο της Θείας Οικονομίας και έτσι διαπιστώνουμε ότι δεν είναι μια απλή παράθεση της ιστορίας ενός λαού, αλλά αποδεικνύεται η παρέμβαση του Θεού, μέσω του Ισραήλ, για να προετοιμαστεί ο κόσμος ολόκληρος να δεχθεί τον Σαρκωθέντα Λόγο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου