1952. Ο Γενικός Πρόξενος τής Ελλάδός στην Κωνσταντινούπολη στέλνει προς το Υπουργείον Εξωτερικών αναφοράν:
<<Η ημετέρα ομογένεια, ήτις προ τού 1914 ανήρχετο εις 350.000 περίπου, κατήλθεν εις το σημερινόν επίπεδον των 80.000 περίπου (Ελλήνων ή Τούρκων υπηκόων). Παρά ταύτα ο ενταύθα Ελληνισμός εμμένει εις την διατήρησιν τόσων ναών και σχολών, όσοι ήσαν καί κατά την εποχήν, καθ’ ήν ήτο εις αριθμόν υπερτετραπλάσιοι καί εις δύναμιν καί σημασίαν πολλαπλάσιος>>.
‘Έχουν περάσει από τότε ακριβώς πενήντα χρόνια. Καί οι ογδόντα χιλιάδες έγιναν τρεις χιλιάδες. Καί όμως <<ο ενταύθα Ελληνισμός εμμένει>>. Καί με την εμπνευσμένη καθοδήγηση του Αρχιεπισκόπου του και Οικουμενικού Πατριάρχου ανακαινίζει εκκλησίες καί σχολεία. Οι καμπάνες ηχούν καί τα κουδούνια των σχολείων κτυπούν. Καί όχι μόνον συντηρεί καί ανακαινίζει εκκλησίες καί μοναστήρια, αλλά χτίζει καί νέες.
Είχα γράψει τις προάλλες για τον κοιμητηριακό ναό τού Αγίου Γεωργίου Μεσαχώρου (Ορτάκιοϊ). ‘Ήταν κατεστραμμένος καί αφανισμένος. Καί με άδεια των αρχών ανοικοδομείται εκ βάθρων. Μία μονόκλιτος Βασιλική όμορφη, περικαλλής. Δεν πέρασε πολύς καιρός από τότε. Ούτε δύο μήνες. Καί στην μνήμη του, στις 23 Απριλίου έγιναν τα θυρανοίξια. Μεγαλοπρεπή, όπως άξιζε τού αγίου αλλά καί των κοπιασάντων.
Στις πέντε το απόγευμα τής περασμένης Τρίτης, η Α.Θ. Παναγιότης ο Οικουμενικός Πατριάρχης << μεθ απάσης της ακολουθίας Αυτού >> μετέβη εκεί καί εχοροστάτησε στον αγιασμό καί τον επακολουθήσαντα εσπερινό.
Μαζί του συμπροσευχήθησαν αρχιερείς, ιερείς καί διάκονοι. Ο Γενικός τής Ελλάδος Πρόξενος, ο Πρόξενος, ο υποπρόξενος καί πλήθος ομογενείς. ‘Ήσαν τόσοι οι προσκυνηταί που οι μισοί έμειναν έξω από τον νεόδμητο ναό.
Μαζί τους προσευχήθησαν καί οι απ’ αιώνων κεκοιμημένοι εν τώ κοιμητηρίω Μεσαχώρου. Οι μαυρισμένοι μαρμάρινοι σταυροί των τάφων απέβαλαν το πένθος καί έλαμψαν. Οι ξεθωριασμένες
επιγραφές φάνηκαν φρεσκοβαμμένες. Οι αγριομαργαρίτες ευωδίασαν άρωμα που ποτέ δεν είχαν. Τά αιωνόβια κυπαρίσσια διηγούνται το ένα στο άλλο τα όσα άκουσαν καί έβλεπαν. ‘Ύστερα από τόσων χρόνων σιωπή καί εγκατάλειψη πώς ΝΑ μην αγάλλονται τα δρυμού ξύλα άπαντα; Καί μέσα απ’ τα πυκνά φυλλώματα τού αηδονιού το τραγούδι νά συναμιλλάται τούς ψαλμούς τού εσπερινού. Πολλές φορές έφυγε για τον νοτιά απελπισμένο. Δεν άκουσε ψαλμωδίες, δεν άκουσε δοξολογίες, δεν άκουσε ρωμαίϊκη λαλιά. Καί κάθε άνοιξη γυρνούσε πάλι με μιά κρυφήν ελπίδα. Δεν γίνεται κάτι θα ακούσει εφέτος, κάτι θα γίνη. Καί έγινε. Καί ενώθηκαν όλα, οι ταπεινές σαύρες, τα ασήμαντα μαμούνια, τα στρουθία καί τα αηδόνια. <<ερπετά καί πετεινά πτερωτά>> εις αίνον καί δοξολογίαν για το ανέλπιστο, το απρόσμενο, που όμως χρόνια καί χρόνια περίμεναν. Τα άνω τοίς κάτω συνομιλεί καί τα κάτω τοίς άνω συνεορτάζει καί συμπανηγυρίζει. ‘Άγγελοι καί άγιοι συναγάλλονται καί έξαρχος τού χορού ο ‘Αγιος Μεγαλομάρτυρας Γεώργιος ο Τροπαιοφόρος.
Μετά τον εσπερινό άρχισαν οι ομιλίες. Πρώτος ωμίλησεν ο επόπτης τής περιφερείας Βοσπόρου, ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Μυριοφύτου καί Περιστάσεως Ειρηναίος. Ευγνωμονεί τον πανάγαθον Θεόν δια το επιτελεσθέν έργον. Αναφέρεται στην ιστορία τού ναού καί τού υπογείου αγιάσματος. Μιά ιστορία παλαιά που ανάγεται σε ευκλεείς, ενδόξους χρόνους. Αλλά καί στην νεώτερη ιστορία τού ναού που αρχίζει από το 1838, έτος καθ’ ο Καδής τού Γαλατά προκαλεί φιρμάνι τού Σουλτάνου Μαχμούτ τού Β’ με τον οποίο δίδεται η άδεια ιδρύσεως κοιμητηρίου για τούς Ρωμηούς τού Μεσαχώρου καί ανοικοδομήσεως ναού υπεράνω τού παμπαλαίου αγιάσματος. Ο ναός αυτός ήτο ξυλόπηκτος καί γρήγορα εφθάρη. Οπότε το 1893 έκτισαν άλλον μεγαλύτερον τού πρώτου. Τελευταία επέμβασις συντηρήσεως έγινε το 1937. ‘Εκτοτε εγκατελήφθη. Χρόνοι ζοφεροί, οικονομική δυσπραγία, συρρίκνωσις τού ρωμαίϊκου στοιχείου. Αυτά καί πολλά άλλα συνετέλεσαν ώστε ο ναός νά καταρρεύση καί νά ερειπωθή τελείως. ‘Ομως ο Πανάγαθος Θεός πρεσβείαις τού αγίου Γεωργίου άλλως πως ωκονόμησε τα πράγματα. Ευρέθη ανήρ φιλογενής, ο εξ ‘Ανδρου Ελευθέριος Πολέμης, γόνος ιερατικής οικογενείας, ο οποίος ανέλαβε το οικονομικόν βάρος καί ο ναός ανηγέρθη εκ βάθρων ωραιότερος μάλιστα τού παλαιοτέρου.
Καταστρέφων τον λόγον ηυχαρίστησε τον ευσεβή χορηγόν καί πάντας τούς συνυπουργήσαντας εις το θεοφιλές τούτο έργον. Ωσαύτως ηυχαρίστησε τόν Παναγιώτατον δια το ανύστακτον
ενδιαφέρον του δια τούς ναούς τής Πόλεως, ως καί πάντας τούς προθύμως συρρεύσαντες φιλομάρτυρας ομογενείς.
Ακολούθως ωμίλησεν ο κ. Γεώργιος Παπαλιάρης, πρόεδρος τής Εκκλησιαστικής επιτροπής. ‘Εκαμε απολογισμόν τής τριετούς διακονίας των επιτρόπων. ‘Ονειρο όλων όμως ήτο η ανοικοδόμησις τού Ναού τού Μεγαλομάρτυρος καί τροπαιοφόρου. Είπεν επί λέξει: <<Πολύ σημαντική είναι για μάς αυτή η στιγμή, που ο πόθος καί το όνειρό μας πραγματοποιήθηκε. Ανεκαινίσαμε καί εξωραίσαμε τον ιερόν αυτόν χώρο τού νεκροταφείου μας για νά συνεχίσουμε την ζωή μας στα ιερά αυτά χώματα, όπου είναι θαμμένοι οι πατέρες καί οι πρόγονοί μας. Είναι εξ άλλου ένδειξις τού πολιτισμού μας που αρμόζει για μάς τούς Ορθοδόξους Χριστιανούς. Σάς δίδουμε, Παναγιώτατε, την διαβεβαίωση ότι αυτό το έργο θα συνεχίζεται ες αεί, δεν θα είναι μόνον για σήμερα που εορτάζουμε τα θυρανοίξια>>.
Τον λόγον έλαβεν είτα ο δωρητής κ. Ελευθέριος Πολέμης. Υπενθυμίζει ότι είναι ο πρώτος ναός που ανοικοδομείται στην Πόλη ύστερα από ενενήντα περίπου χρόνια (όπως καί άλλοτε είχα γράψει τελευταίος ήταν ο τής Αγίας Τριάδος Χαλκηδόνος).
<<’Οταν ήλθα στην Πόλη για πρώτη φορά πριν από είκοσι χρόνια, ένοιωσα βαθειά απογοήτευση γι’ αυτό που λέμε Ελληνισμό τής Πόλης. Νόμιζα ότι όλα είχαν φθάσει στο <<τετέλεσται>>. Σήμερα έχω εντελώς αντίθετη γνώμη. Ο εδώ Ελληνισμός έχει την δύναμη καί το σθένος, καί προσπαθεί καί μεγαλουργεί.... Δεν φοβούμαι πλέον>>.
Υπενθυμίζει δε εις τον Παναγιώτατον ότι όλα ξεκίνησαν από την γνωριμία τους προ διετίας στην Μανίλα των Φιλιππίνων.
Τέλος ωμίλησεν η Α.Θ. Παναγιότης, ο Πατριάρχης. Μεταξύ πολλών καί άλλων είπεν ότι <<Είναι πάντοτε πολύ χαρμόσυνος η ώρα των θυρανοιξίων ενός Ναού, διότι επισημοποιεί την αγάπην τού πλάσματος προς τον Πλάστην του, η οποία είναι απλή ανταπόδοσις τής απείρου αγάπης τού Πλάσαντος προς το πλάσμα Του. Το αληθές, άλλωστε, νόημα τής λατρείας η οποία συντελείται εις τον ναόν, είναι η περιχώρησις τής αγάπης τού Θεού καί τού ανθρώπου, η οποία επεκτείνεται εις αληθή καί χαροποιόν μέθεξιν εις την αγάπην τού ανθρώπου προς τον άνθρωπον>>.
Ευχαριστεί καθηκόντως την Εκκλησιαστικήν επιτροπήν δια τούς μόχθους τούς οποίους φιλοτίμως κατέβαλε, ως καί τον χορηγόν <<όστις εκινήθη αποκλειστικώς καί μόνον εξ αγάπης προς τόν Θεόν, προς την Εκκλησίαν Του, προς τον ‘Αγιον Γεώργιον καί την ομογένειαν. Τόσον πλήθος αγάπης δεν είναι δυνατόν νά μη συγκινήσει τάς καρδίας όλων καί νά μη χαροποιήση ημάς βαθύτατα>>. Παρακατιών δε λέγει: <<Τα αδύνατα παρ’ ανθρώποις δυνατά παρά τω Θεώ. Η Ελπίς ου καταισχύνει καί η πίστις κινεί όρη καί επιτυγχάνει τα όλως ακατόρθωτα. Αλλά η πίστις είναι κατά τον Απόστολον ελπιζομένων υπόστασις, πραγμάτων έλεγχος ου βλεπομένων. Εν προκειμένω ευρισκόμεθα ενώπιον πραγμάτων βλεπομένων καί ενώπιον μιάς ανελπίστου ελπίδος πραγματοποιημένης. Δεν ελπίζομεν πλέον καί δεν πιστεύομεν απλώς. Βιούμεν την πραγματικότητα τής πίστης ημών ως γεγονός εμπειρικόν. Καί εν τούτω καί δια τούτο ευχαριστούμεν Κύριον τον Θεόν ημών τον χαριζόμενον ημίν τοιαύτας ωραίας καί πανευφροσύνους ώρας ως η παρούσα>>.
Καί η <<πανευφρόσυνος>> όντως ώρα κατεκλείσθη δια τής επιδόσεως εις τον δωρητήν τού Σταυρού τής Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας δια χειρός τού Πατριάρχου. ‘Οστις εξελθών τού ναού απεκάλυψε την εν τω δυτικώ τοίχω αναμνηστικήν πλάκα.
Εις το προαύλιον τού ναού ανέμενε τούς προσκυνητές σεμνή δεξίωσις. Ο ανοιξιάτικος καιρός συνεδυάσθη με τα Πολίτικα μπερεκέτια. Αναψυκτικά, γλυκίσματα, αλμυρά, όλα πλούσια. Καί η επί γης στρατευομένη Εκκλησία ηνώθη με την εν ουρανοίς θριαμβεύουσα καί οι κεκοιμημένοι τού Κοιμητηρίου Μεσαχώρου σύμπανηγύρισαν με τούς ζώντες καί αγωνιζομένους...
Διαβάζω στο σπουδαίο βιβλίο τού Νίκου Ατζέμογλου <<Τ’ αγιάσματα τής Πόλης>>:
<<... Τον Αύγουστο τού 1988 το αγίασμα τού Αγίου Γεωργίου ήταν ξεχασμένο καί μόνον ο Παπάς τής ενορίας κάτι θυμότανε... Σε μερικά χρόνια κανείς δεν θα θυμάται την ύπαρξη τού αγιάσματος αυτού που ήδη είναι θαμμένο στη λάσπη>>.
Αδελφέ μου, η προφητεία σου διεψεύσθη. Το αγίασμα καθαρίσθηκε, ηλεκτροφωτίσθηκε, συνετηρήθη. Το καλοκαίρι που θα πάς στην Πόλη, πέρνα απ’ εκεί νά πιής αγίασμα. Νά ανακουφισθής, νά ξανασάνης. Νά συγχαρής αυτούς τούς νέους
ανθρώπους που αγωνίζονται απρίξ καί οδάξ για τα όσια καί ιερά τού Γένους μας. ‘Αν φορούσα καπέλλο θα το έβγαζα. Προς τιμήν των. Αλλ’ έστω καί μη φορώντας, αποκαλύπτομαι.
‘Ελεγαν οι αρχαίοι ότι ο αετός ανακαινίζεται αποβάλλοντας το παληό φτέρωμά του. Τα νέα πτίλα τον αναζωογονούν, τον ξανανιώνουν.
‘Ετσι καί η ομογένεια τής Πόλεως. ‘Επεσαν τα παληά φτερά τους. Σκόρπισαν στους τέσσερις ανέμους, στις πέντε ηπείρους. ‘Ομως βγάζει νέα πούπουλα. Ανακαινίζεται. Βγάζει νέους ανθρώπους με ζήλο, με αυταπάρνησι. Καί συνεχίζει την πορεία της. Καί στον εικοστό πρώτον αιώνα καί πάντα. ‘Εως ότου <<σάλπιγξ ηχήση μέγα>>...
Αρχιμ. Δοσίθεος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου