Μια σπάνια εξομολόγηση
(Ένα ανέκδοτο κείμενο, του Φώτη Κόντογλου, γραμμένο την Πρωτοχρονιά του 1950)
Μιά σπάνια και από όσο γνωρίζουμε αδημοσίευτη εξομολόγηση του Φώτη Κόντογλου αποτελεί το κείμενο αυτό που γράφτηκε όπως σημειώνει στο χειρόγραφό του ο συγγραφέας, τη νύχτα της 1ης Ιανουαρίου 1950. Το ενδιαφέρον του δεν βρίσκεται μόνο στη μαγική αφήγηση, το υπέροχο ύφος του ανθρώπου για τον οποίο ο Νίκος Καζαντζάκης έχει πει «δεν τον συνάντησα ούτε μια φορά χωρίς να σκιρτήσει η καρδιά μου». Αλλά και στο γεγονός ότι μιλάει με τόση ψυχική γαλήνη για τη φτώχεια του, φτώχεια μετακατοχική και της Ελλάδας που εκείνο τον καιρό ήταν ακόμη, στερημένη από αγαθά. Και γεμάτη από ελπίδες. Ο κορυφαίος αυτός καλλιτέχνης, ο βγαλμένος από τα σπλάχνα της παράδοσης και του χριστιανισμού, είχε πουλήσει στη διάρκεια της κατοχής τα πάντα. Και το μικρό του σπίτι στη συνοικία Κυπριάδου ¨Έτσι, παλιοί γείτονες, του είχαν δώσει το γκαράζ τους για να μείνει αυτός, η τέχνη κι η μικρή του φαμίλια. Σ΄εκείνο το γκαράζ, στην οδός Γαβριηλίδου 36, που ο Κόντογλου ονόμαζε «μοντέρνο παχνί» αφού έβαζαν εκεί οι άνθρωποι αντί αλόγων τ΄ αυτοκίνητά τους, μόνος, με τη γαλήνη της ψυχής του, έγραψε και τις σκέψεις αυτές που η κόρη του, κ. Δέσποινα Μαρτίνου παραχώρησε στην «Καθημερινή». Αξίζει να σημειωθεί ότι το χειρόγραφο ανήκει στα ελάχιστα αυτοβιογραφικά κείμενα που άφησε ο Κόντογλου. ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ 1-2 Ιανουαρίου 1984
Εχθές, παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ήμουν ξαπλωμένος στο κουβούκλι μας, περασμένα τα μεσάνυχτα και συλλογιζόμουνα. Είχα δουλέψει νυχτέρι για να τελειώσω μια Παναγία Γλυκοφιλούσα και δίπλα μου καθότανε η γυναίκα μου κι έπλεκε. Όποτε δουλεύω, βρίσκομαι σε μεγάλη κατάνυξη, και ψέλνω διάφορα τροπάρια. Σιγόψελνα λοιπόν εκεί που ζωγράφιζα την Παναγία, κι η Μαρία έψελνε και κείνη μαζί μου με τη γλυκιά φωνή της. Βλογημένη γυναίκα μου έδωσε ο Θεός, ας είναι δοξασμένο τ΄ όνομα του για όλα τα μυστήρια της οικονομίας του. Τον ευχαριστώ για όσα μου έδωσε και πρώτο απ΄ όλα για την απλή τη Μαρία, που μου τη δώρισε συντροφιά στη ζωή μου, ψυχή θρησκευτική, ένα δροσερό ποταμάκι που γλυκομουρμουρίζει μέρα νύχτα δίπλα σ΄ έναν παλιό καστρότοιχο.
Η ομορφιά δεν την περηφάνεψε, ίσια ίσα η ταπείνωση την πλήθυνε, κι ο φόβος του Θεού την ευωδίασε. Ανάμεσα στις έμορφες ξεχώρισε, γιατί η ακαταδεξιά δεν θάμπωσε το κρύσταλλό της, κι η πονηρά δεν λέρωσε το ντέφι της ψυχής της. Κοντά μου κάθεται και με συντροφεύει, ήρεμος άνθρωπος, Μαρία η απλή. Εκείνη πλέκει είτε ράβει, κι εγώ δουλεύω την αγιασμένη τέχνη μου και φιλοτεχνώ εικονίσματα που τα προσκυνά ο κόσμος. Τι χάρη μας έδωσε ο Παντοδύναμος, που την έχουνε λιγοστοί άνθρωποι: «΄Οτι επέβλεψεν επί την ταπείνωσιν των δούλων αυτού». Το καλύβι μας είναι φτωχό στα μάτια του κόσμου και μολαταύτα στ΄αληθινά είναι χρυσοπλοκώτατος πύργος κι ηλιοστάλαχτος θρόνος, γιατί μέσα του σκηνώνει η πίστη κι η ευλάβεια. Κι εμείς που καθόμαστε μέσα, ήμαστε οι πιο φτωχοί από τους φτωχούς, πλην μας πλουτίζει με τα πλούτη του Εκείνος, που είπε: «Πλούσιοι επτώχευσαν και επείνασαν, οι δε εκζητούντες τον Κύριον, ουκ ελαττωθήσονται παντός αγαθού».
Αφού λοιπόν τελείωσα τη δουλειά μου κατά τα μεσάνυχτα, ξάπλωσα στο μεντέρι μου, κι η Μαρία ξάπλωσε και κείνη κοντά μου και σκεπάστηκε και την πήρε ο ύπνος. ΄Επιασα να συλλογίζομαι τον κόσμο. Συλλογίσθηκα πρώτα τον εαυτό μου και τους δικούς μου, τη γυναίκα μου και το παιδί μου. Γύρισα και κοίταξα τη Μαρία που ήτανε κουκουλωμένη και δεν φαινότανε αν είναι άνθρωπος από κάτω από το σκέπασμα. Κι είπα: Ποιος μας συλλογίζεται; Οι άνθρωποι λένε λόγια πολλά, μα δεν πιστεύουνε σε τίποτα, γι΄ αυτό είπε ο Δαυίδ: «Πάς άνθρωπος ψεύτης». Γύρισα και κοίταξα το φτωχικό μας, πούνε σαν ξωκλήσι, στολισμένο με εικονίσματα και με αγιωτικά βιβλία, χωμένο ανάμεσα στ΄ αρχοντόσπιτα της Βαβυλώνας, κρυμμένο σαν το φτωχό που ντρέπεται μη τον δει ο κόσμος. Η καρδιά μου ζεστάθηκε, κρυμμένη και κείνη μέσα μου. Ένοιωσα πως ήμουνα χωρισμένος από τον κόσμο, κι οι λογισμοί μου πως ήτανε και κείνοι κρυμμένοι πίσω από το καταπέτασμα που χώριζε τον κόσμο από μένα, και πως άλλος ήλιος και άλλο φεγγάρι φωτίζανε τον δικό μας τον κόσμο. Κι αντί να πικραθώ, ευφράνθηκε η ψυχή μου πως μ΄ έχουνε ξεχασμένο, κι η χαρά η μυστική, που τη νιώθουν όσοι είναι παραπεταμένοι, άναψε μέσα μου ήσυχα κι ειρηνικά, κι η παρηγοριά με γλύκανε σαν μπάλσαμο, ανακατεμένη με το παράπονο. Και φχαρίστησα Εκείνον που φανερώνει τέτοια μυστήρια στον άνθρωπο, και που κάνει πλούσιους τους φτωχούς, τους χαρούμενους, τους θλιμμένους, που δίνει μυστική συντροφιά στους ξεμοναχιασμένους, και που μεθά με το κρασί της τράπεζάς του όσους κρεμάσανε την ελπίδα τους σε Κείνον. Αν δεν ήμουνα φτωχός και ξευτελισμένος, δεν θα μπορούσα να αξιωθώ τούτη την πονεμένη χαρά, γιατί δεν ξαγοράζεται με τίποτα άλλο, παρεχτός με την συντριβή της καρδιάς, κατά τον Δαυίδ που λέγει; «Κύριε, εν θλίψει επλάτινάς με». Επειδή όποιος δεν πόνεσε και δεν ταπεινώθηκε, δεν παίρνει έλεος. Έτσι τα θέλησε η ανεξιχνίαστη σοφία. Μα οι άνθρωποι δεν τα νιώθουνε αυτά, γιατί δεν θέλουνε να πονέσουνε και να ταπεινωθούνε. Ολοένα, χωρίς να το καταλάβω, ανεβαίνανε τα δάκρυα στα μάτια μου, δάκρυα για τον κόσμο, δάκρυα για μένα. Δάκρυα για τον κόσμο γιατί γυρεύει να βρει τη χαρά εκεί που δεν βρίσκεται και δάκρυα για μένα γιατί πολλές φορές δείλιασα μπροστά στη φτώχια και στους άλλους πειρασμούς, και δικαίωσα τους ανθρώπους, ενώ τώρα ένιωσα πως δεν παίρνει ο άνθρωπος μεγάλο χάρισμα χωρίς να περάσει μεγάλο πειρασμό. Κι αντρειεύτηκα κατά το πνεύμα, κι ένιωσα πως δεν φοβάμαι τη φτώχια, παρά πως την αγαπώ. Και κατάλαβα καλά πως δεν πρέπει άνθρωπος να αγαπήσει άλλο τίποτα από τον πόνο του, γιατί από τον πόνο αναβρύζει η αληθινή χαρά κι η παρηγοριά, κι εκεί βρίσκονται οι πηγές της αληθινής ζωής.
Αληθινά, η φτώχεια είναι φοβερό θηρίο. Όποιος το νικήσει όμως και φτάξει να μην το φοβάται, θα βρει μεγάλα πλούτη μέσα του. Τούτη την αφοβία τη δίνει ο Κύριος, άμα ταπεινωθεί ο άνθρωπος. Σ΄ αυτόν τον πόλεμο που η αντρεία λέγεται ταπείνωση, και το βραβείο είναι καταφρόνεση και εξευτελισμός, δεν βαστάνε οι αντρείοι του κόσμου. Όποιος δεν περάσει από τη φωτιά της δοκιμής, δεν ένιωσε αληθινά τι είναι η ζωή και γιατί ο Χριστός είπε: Εγώ είμαι η ζωή! Και γιατί είπε πάλι: «Μακάριοι οι πικραμένοι, γιατί αυτοί θα παρηγορηθούνε».Όποιος δεν απελπίσθηκε από όλα, δεν τρέχει κοντά στον Θεό, γιατί λογαριάζει πως υπάρχουνε κι άλλοι προστάτες γι αυτόν, παρεχτός του Θεού.
Κι εκεί που τα συλλογιζόμουνα αυτά, ένιωσα μέσα μου ένα θάρρος και μια αφοβιά ακόμα πιο μεγάλη, κι ειρήνη με περισκέπασε, κι είπα τα λόγια που είπε ο Ιωνάς μέσα από το θεριόψαρο:
« Βόησα εν θλίψει μου προς Κύριον τον Θεόν μου και εισήκουσέ μου. Από την κοιλιά του Άδη άκουσες την κραυγή μου, άκουσες τη φωνή μου. Άβυσσος απάτης με έζωσε. Το κεφάλι μου χώνεψε μέσα στις σκισμάδες των βουνών, κατέβηκα στη γης, που την κρατάνε αμπάρες ακατάλυτες. Ας ανεβεί η ζωή μου από τη φθορά προς εσένα, Κύριε ο Θεός μου. Την ώρα που χάνεται η ζωή μου, θυμήθηκα τον Κύριο. Ας έρθει η προσευχή μου στην αγιασμένη εκκλησία σου. Όσοι φυλάξουνε μάταια και ψεύτικα θα παρατηθούνε χωρίς έλεος. Μα εγώ θα σε φχαριστήσω και με τη φωνή της αινέσεως θα σε δοξολογήσω».Και πάλι δόξασα τον Θεό και τον φχαρίστησα γιατί μ΄ έκανε αναίσθητο για τις ηδονές του κόσμου, τόσο που να συχαίνουμαι όσα είναι ποθητά για τους άλλους και να νιώθω πως είμαι κερδισμένος όποτε οι άλλοι λογαριάζουνε πως είμαι ζημιωμένος. Και γιατί πήρα δύναμη από Κείνον να καταφρονήσω τον σατανά, που παραφυλάγει πότε θα λιγοψυχήσω, κι έρχεται και μου λέγει: «Πέσε προσκύνησέ με, γιατί θα γίνουνε ψωμιά αυτές οι πέτρες που βλέπεις». Και πάλι ξανάρχεται και μου λέγει: «Ε, πώς χαίρεται ο κόσμος! Ακούς τον αλαλαγμό, τις φωνές που βγαίνουνε από τα παλάτια όπου διασκεδάζουνε οι φτυχισμένοι υποταχτικοί μου, άντρες και γυναίκες; Πέσε προσκύνησέ με και σαν απλώσεις μοναχά το χέρι σου να τα πάρεις όλα. Εσύ είσαι άνθρωπος τιμημένος για την τέχνη σου. Γιατί να υποφέρνεις, σε καιρό που αυτοί χαίρονται όλα τα καλά και τ΄ αγαθά, μ΄ όλο που δεν έχουνε τη δική σου την αξιωσύνη; Κοίταξε τη φτώχια σου κι αν δεν λυπάσαι τον εαυτό σου, λυπήσου την καϋμένη τη γυναίκα σου και το φτωχό το παιδί σου, που υποφέρνουνε από σένα!». Άλλη φορά τον άκουγα, μ΄ όλο που δεν έκανα ότι μούλεγε, μα τώρα τον άφησα να λέγει χωρίς να τον ακούγω ολότελα. Εμένα ο νους μου ήτανε σ΄εκείνους τους θλιμμένους και τους βασανισμένους που δεν έχουνε ελπίδα, και σ΄εκείνους που τρώγανε και πίνανε κείνη τη νύχτα που χορεύανε με τις γυναίκες που δεν έχουνε ντροπή, και σε κείνους που μαζεύουνε πλούτη κι αδιαφόρετα πράματα που δεν μπορούνε να τ΄αποχωριστούνε σαν σιμώσει ο θάνατος, και που καταγίνουνται να δέσουνε τον εαυτό τους με πιο πολλά σκοινιά, αντίς να τα λιγοστέψουνε. Επειδή οι δύστυχοι είναι φτωχοί από μέσα τους κι αδειανοί και τρεμάμενοι, και θέλουνε να ζεσταθούνε και γι αυτό ρίχνουνε από πάνω τους όλα αυτά τα πράματα, σαν τον θερμασμένον που ρίχνει από πάνω του παπλώματα και ρούχα, δίχως να ζεσταθεί. Λογαριάζω πως οι σημερινοί οι άνθρωποι είναι πιο φτωχοί στο από μέσα πλούτος και γι΄αυτό έχουνε ανάγκη από τόσα πολλά μάταια πράματα. Αυτά που λένε χαρές κι ηδονές τα δοκίμασα κι εγώ σαν άνθρωπος και πίστευα κι εγώ πως ήτανε στ΄αληθινά χαρά κι ευτυχία. Μα γλήγορα κατάλαβα πως ήτανε ψευτιές και φαντασίες ασύστατες, και πως χοντραίνουνε τη ψυχή και στραβώνουνε τα πνευματικά της μάτια, και τότε δε μπορεί να δει, και γίνεται κακιά κι αλύπητη στον πόνο τ΄αδερφού της, αδιάντροπη, ακατάδεχτη, άθεη, θυμώτρα, αιμοβόρα. Όσοι είναι σκλάβοι στην καλοπέραση του κορμιού τους δεν έχουνε αληθινή χαρά, γιατί δεν έχουνε ειρήνη Για τούτο θέλουνε να βρίσκονται μέσα σε φουρτούνα και να ζαλίζονται, ώστε να θαρρούνε πως είναι φτυχισμένοι. Η χαρά η αληθινή είναι μια θέρμη της διάνοιας και μια ελπίδα της καρδιάς που τις αξιώνουνται όσοι θέλουνε να μην τους ξέρουνε οι άνθρωποι, για να τους ξέρει ο Θεός. Γι΄αυτό, Κύριε και Θεέ και πατέρα μου, καλότυχος όποιος έκανε σκαλούνια από τη φτώχια κι από τα βάσανα και την καταφρόνεση του κόσμου, για ν΄ ανέβει σε σένα. Καλότυχος ο άνθρωπος που ένιωσε την αδυναμία του αληθινά. Όσο πιο γλήγορα το κατάλαβε, τόσο πιο γλήγορα θα απογευτεί από το ψωμί που θρέφει κι από το κρασί που δυναμώνει, αν έχει την πίστη σου σε Σένα. Αλλιώς θα γκρεμιστεί στο βάραθρο της απελπισίας.
Με τι λόγια να φχαριστήσω τον Κύριό μου που ήμουνα χαμένος και με χεροκράτησε, στραβός και μ΄έκανε να βλέπω. Εκείνος έστρεψε τη λύπη μου σε χαρά. «Διήλθομεν δια πυρός και ύδατος, και εξήγαγε ημάς εις αναψυχήν. Μακάριος άνθρωπος ο ελπίζων επ΄Αυτόν».
Αδέλφια μου, δώστε προσοχή στα λόγια μου. ΄Ετσι που βλέπετε, έβλεπα κι εγώ, και θαρρούσα πως έβλεπα. Μα τώρα κατάλαβα, πως ήμουν στραβός και κουφός. Μετά χαράς δέχομαι κάθε κακοπάθηση, γιατί αλλοιώς δεν ανοίγουνε τα μάτια στο αληθινό το φώς, μήτε τ΄αυτιά ακούνε τα καλά μηνύματα, μήτε τα πόδια περπατάνε στον δρόμο που πάγει εκεί όπου είναι η αιώνια πολιτεία του Χριστού, εκεί όπου βρίσκουνε ειρήνη κι ανάπαψη οι αγαπημένοι του. ΄Οποιος δεν καταλάβει πως είναι απροστάτευτος από τους ανθρώπους κι έρημος στον κόσμο, δεν θα ταπεινωθεί. Κι όποιος δεν ταπεινωθεί, δεν θα ελεηθεί. Η λύπη της διάνοιας μας σιμώνει στο Θεό. Γι΄αυτό δεν θέλω καμιά καλοπέραση, αλλά καρδιά συντριμμένη.
Αυτά κι άλλα πολλά αναβρύζανε από μέσα μου κείνη η νύχτα, και τα μάτια μου τρέχανε. Δεν ήξερε τι συλλογίζουμε, κανένας άνθρωπος, εκεί που ήμουνα τρυπωμένος, στο κουβούσι μου ούτε καν η Μαρία που κοιμότανε δίπλα μου κουκουλωμένη. Ο βοριάς έκανε μεγάλη ταραχή απ΄όξω. Τα δέντρα αναστενάζανε, θαρρούσες πως κλαίγανε και πως παρακαλούσανε, ν΄ ανοίξω να μπούνε μέσα να προστατευτούνε, το καντήλι έριχνε το χρυσοκέρινο φέγγος του πάνου στα κονίσματα και στ΄ασημωμένο Ευαγγέλιο.
ΔΟΞΑ ΣΟΙ Ο ΘΕΟΣ, καλά είμαστε! Μακάριος είναι όποιος είναι ξεχασμένος. Ο κόσμος παραπέρα γλεντά, χορεύει, κάνει αμαρτίες, παίζει χαρτιά. Ο δυστυχής γιορτάζει το θάνατο του κορμιού του, που κάνει τόσα για να το φχαριστήσει. Λες πως κερδίσανε την αθανασία, τώρα που ήρθε ο καινούργιος χρόνος, αντίς να κλάψουνε πως σιμώνουνε ολοένα στο τέλος αυτής της πονηρής ζωής: «Πάτερ άφες αυτοίς, ού γαρ οίδασι τι ποιους». Τι κάνουν; Που πάνε; Σε λίγο θα καταντήσουνε τα κόκαλά τους σαν λιθάρια άψυχα, θα γκρεμιστούνε τα παλάτια τους, θα σβήσει όλη τούτη ο οχλοβοή κι η φωτοχυσία, σαν κάποιο πράγμα που δεν γίνηκε ποτές. ΄Ω κατάδικοι, τι ξεγελιόσαστε; « Ινα τι αγαπάτε ματαιότητα και ζητείται ψεύδος; ».
Ξημέρωμα 1ης Ιανουαρίου 1950
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου